Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ

ΠPΩTO MEPOΣ
H ANAKAΛYΨH

1
ΠEPI APXAIΩN XEIPOΓPAΦΩN
Πενήντα χρόνια!.. Πέρασε κι όλας μισός αιώνας από τότε όπου στις ερημιές της Ιουδαίας, κοντά στις όχθες της Νεκρής θάλασσας, βρέθηκαν οι περγαμηνές του Κουμράν, το σημαντικότερο ίσως αρχαιολογικό εύρημα του αιώνα μας.
Kαι οι περγαμηνές -και όχι μόνον- που βρέθηκαν στο Κιρμπέτ Κουμράν και καθιερώθηκαν με τη γενικότερη ονομασία “Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας”, θεωρήθηκαν ως το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα του αιώνα μας όχι επειδή αυτές καθαυτές είχαν κάποια αντικειμενική αξία - κάτι μουτζουρωμένα παλιοδέρματα ήσαν - αλλά επειδή το περιεχόμενό τους συνδέεται άμεσα με το ιδεολογικό θεμελίωμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Διότι αν το καλοσκεφτεί κανείς, ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός, είναι κατά κύριο λόγο αποκύημα της θρησκείας του, του χριστιανισμού, ενώ ο χριστιανισμός, ανεξάρτητα από τις όποιες επιρροές απορρόφησε κατά την πορεία της ιστορικής του εξέλιξης, ήταν, είναι και παραμένει γέννημα των ιδεών που αναφύησαν στην Παλαιστίνη, ανάμεσα στον δεύτερο προχριστιανικό και δεύτερο μεταχριστιανικό αιώνα, όπως άλλωστε κι ο ομογάλακτός του ραβινικός ιουδαϊσμός αλλά και το κατά πολύ μεταγενέστερο ...στερνοπαίδι τους, το ισλάμ.
***
Τα Χειρόγραφα της Νεκρής Θάλασσας γράφτηκαν στον ίδιο ακριβώς χώρο και κατά την ίδια ιστορική περίοδο. Επιπλέον, τα κείμενα των Xειρογράφων δεν είναι αντίγραφα μεσαιωνικών αντιγράφων, όπως συμβαίνει με όλα τα λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας, αλλά γνήσια πρωτότυπα, τα οποία κατά τρόπο ανέλπιστο διατηρήθηκαν αυτούσια και σχεδόν ανέπαφα μέχρι τις μέρες μας. Δεν αλλοιώθηκαν δηλαδή, ούτε από τα χέρια των αντιγραφέων-λογοκριτών μοναχών του Μεσαίωνα, αλλά ούτε κι από τη δογματική σκοπιμότητα της μιας ή της άλλης σύγχρονης εκκλησιαστικής έκδοσης.
Βέβαια, όταν πρωτοβγήκαν στο φως, κανείς δεν τόλμησε να παραδεχτεί την γνησιότητά τους. Κανείς δεν μπόρεσε, δηλαδή, να πιστέψει ότι είχε στα χέρια του χειρόγραφα ηλικίας είκοσι και πλέον αιώνων. Προκειμένου να εξακριβωθεί η γνησιότητά τους, πέρα από τις πολυδαίδαλες συνθήκες της ανακάλυψης, απαιτήθηκαν συγκριτικές αρχαιολογικές μελέτες, σχολαστικές παλαιογραφικές έρευνες, λεπτομερείς χημικές αναλύσεις, έως και διερεύνηση με ραδιενεργά ισότοπα.
Πάντως, όταν όλοι τελικά βεβαιώθηκαν για τη γνησιότητα των Χειρογράφων, καταπιάστηκαν με το σοβαρότερο σκέλος της έρευνας, τη μελέτη του περιεχομένου τους.
Όσον αφορά τη γλώσσα, τα περισσότερα Χειρόγραφα βρέθηκαν γραμμένα στα εβραϊκά, αρκετά στα αραμαϊκά και ορισμένα στα ελληνικά. Στην πλειοψηφία τους ήσαν διατυπωμένα σε λόγο άμεσο, αλλά ένα σημαντικό τμήμα συντάχθηκε με κρυπτογραφικούς κώδικες, σχετικά απλοϊκούς. Ένα μεγάλο ποσοστό των Χειρογράφων περιέχει κείμενα βιβλικά. Eίναι δηλαδή αποσπάσματα από τα γνωστά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό περιέχει εξωβιβλικά κείμενα, τα οποία περιγράφουν τα θρησκευτικά δόγματα, τις αντιλήψεις και τους κανόνες διαβίωσης μιας αιρετικής ιουδαϊκής κοινότητας, η οποία όπως φαίνεται ζούσε με κοινοβιακό τρόπο στην περιοχή του ξεροπόταμου (βάντι) Κουμράν, κοντά στη βορειοδυτική όχθη της Νεκρής θάλασσας.
***
Πριν ανακαλυφθούν τα Χειρόγραφα, οι άνθρωποι που κατοικούσαν πριν από είκοσι και πλέον αιώνες επί διακόσια έως τριακόσια χρόνια στο κοινόβιο του βάντι Κουμράν απουσιάζαν τελείως από τις σελίδες της παλαιστινιακής ιστορίας. Κανείς από τους αρχαίους συγγραφείς δεν αναφέρει το παραμικρό σχετικά με την ύπαρξή τους. Βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, στα κείμενα ορισμένων ιστορικών της εποχής υπάρχουν κάποιες θολές αναφορές για θρησκευτικές κοινοβιακές κοινότητες που είχαν εγκατασταθεί στην έρημο, αλλά πουθενά δεν θα βρούμε συγκεκριμένα κείμενα για τους ανθρώπους του Κουμράν και το γεγονός αυτό αφήνει δυστυχώς στους σύγχρονους ερευνητές πολλά περιθώρια υποκειμενικών ερμηνειών της ζωής και του έργου τους.
Η ανάγνωση των εξωβιβλικών κειμένων τα οποία βρέθηκαν στις σπηλιές του βάντι Κουμράν οδήγησε τους αρχαιολόγους στην ανακάλυψη των ερειπίων (κιρμπέτ) του Κουμράν, δηλαδή ενός κτιριακού συγκροτήματος, φτιαγμένου από φτηνά υλικά και με λιτό τρόπο, αλλά πανέξυπνα προσαρμοσμένου στις σκληρές κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου.
Η ανάγνωση των βιβλικών αποσπασμάτων - τα αρχαιότερα που υπάρχουν στον κόσμο - απέδειξε ότι σε γενικές γραμμές τα κείμενα της Αγίας Γραφής δεν έχουν διαφοροποιηθεί σημαντικά από τότε μέχρι σήμερα, παρά μόνο ως προς κάποιες λεπτομέρειες.
Oι λεπτομέρειες αυτές έχουν αξία για τη σύγχρονη έρευνα επειδή αποκαλύπτουν τον τρόπο σκέψης των αρχαίων συντακτών αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ζυμώθηκαν οι ιδέες του αρχαίου κόσμου. Kαι είναι άλλη υπόθεση βέβαια, εάν εξαιτίας των λεπτομερειών αυτών εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια των θρησκευτικών πολέμων που στιγμάτισαν τόσο τη μεσαιωνική όσο και τη νεότερη ιστορία του ευρύτερου μεσογειακού χώρου αλλά και κάθε τόπου όπου εξαπλώθηκε ο ευρωπαϊκός πολιτισμός.
***
Όταν μιλάμε για αρχαία χειρόγραφα, και μάλιστα βιβλικά, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πέντε πράγματα για τη μορφή και το περιεχόμενό τους. Με τι μοιάζουν δηλαδή τα χειρόγραφα; Πώς είναι γραμμένα; Kαι με τι είδους υλικά;
Η ιστορία, όπως γνωρίζουμε, αρχίζει από τη στιγμή που γράφτηκαν τα πρώτα κείμενα, τα λεγόμενα γραπτά μνημεία. Πέτρινες στήλες, ζωγραφισμένοι τοίχοι, χαραγμένες πήλινες πλάκες και μεταλλικές επιφάνειες, πάπυροι, περγαμηνές, όλα αυτά είναι γραπτά μνημεία.
H βάση της γραφής είναι τα σύμβολα. Mια ζωγραφιά, ένα σκίτσο, μια γραφική παράσταση, απόκτησαν κάποτε την μαγική δύναμη να αντικαθιστούν αντίστοιχα τα διάφορα νοήματα της πραγματικότητας. Στη συνέχεια, η μαγική καθυπόταξη από τη μια (εξουσιάζω το σύμβολο, κατά συνέπεια θα εξουσιάσω και το συμβολιζόμενο) και η ανάγκη της επικοινωνίας σε μακρινές αποστάσεις από την άλλη δημιούργησαν τα συστήματα των συμβόλων, δηλαδή τη γραφή και τον γραπτό λόγο.
Είναι σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, να μη ξεχνάμε ποτέ τη μαγική προέλευση της γραφής, ειδικά όταν προβληματιζόμαστε με τα αρχαία κείμενα. Διότι εδώ και αιώνες οι άνθρωποι “πιστεύουν” πως μια αλήθεια είναι πιο ...αληθινή όταν είναι γραμμένη ανεξάρτητα εάν τα ψέματα φαντάζουν κι αυτά σαν αληθινά, μόνο και μόνο επειδή είναι γραμμένα και τυπωμένα.
Στο σύστημα της ιδεογραφικής γραφής, κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει μιαν αυτοτελή έννοια. Τέτοια ήταν η γραφή των Αιγυπτίων, τα γνωστά ιερογλυφικά, η περίφημη γραμμική Άλφα στην Kρήτη, αλλά και η σύγχρονη γραφή των Kινέζων. Στη συνέχεια, οι Μεσοποτάμιοι, και όχι μόνον, αν και ξεκίνησαν με ιδεογραφικό σύστημα επινόησαν για λόγους ευκολίας τη συλλαβική γραφή, όπου κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει μια συλλαβή, ένα σύμφωνο μαζί με ένα φωνήεν ή μόνο ένα σύμφωνο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ίδια η διάρθρωση των αρχαίων σημιτικών γλωσσών, όπου συχνά ένα μόνο σύμφωνο είναι ήδη μια λέξη. Επιμένω στη δυναμική αξία των συμφώνων, διότι τα φωνήεντα αγνοήθηκαν για πολλούς αιώνες απ’ όλα τα συστήματα γραφής των σημιτικών γλωσσών. Tέλος, η επόμενη εξέλιξη μετά τη συλλαβική γραφή ήταν το φθογγικό αλφάβητο, όπου το κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει έναν ήχο, και στην περίπτωση των σημιτικών διαλέκτων ένα σύμφωνο.
Πριν όμως εξετάσουμε το συγκεκριμένο αλφάβητο που χρησιμοποιήθηκε για τη συγγραφή των Xειρογράφων της Nεκρής θάλασσας, ας δούμε για λίγο την ίδια την τεχνική της γραφής. Το θέμα είναι σημαντικό προκειμένου να κατανοήσουμε τα προβλήματα τα οποία προέκυψαν από την ανακάλυψη των αρχαίων αυτών κειμένων.
***
Φαίνεται πως τα αρχαιότερα εργαλεία γραφής ήσαν η βαφή από φυτικά χρώματα και το πινέλο. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε το καλάμι και η πλάκα από πηλό. Oι πήλινες πλάκες, με χαραγμένα σχέδια καλαμιού, στέγνωναν στον Ήλιο και αργότερα ψήνονταν στο φούρνο. Aντέχαν στο χρόνο αλλά ήσαν δύσχρηστες. Έτσι, αν εξαιρέσουμε τις πήλινες βιβλιοθήκες της Μεσοποταμίας, στις περισσότερες περιπτώσεις οι επιγραφές του είδους διατηρήθηκαν μόνο στα μνημεία και στους τάφους.
Το πινέλο είναι μια άλλη ιστορία. Στην αρχή ήταν μια φούντα από καλάμι ή το λουλούδι μιας ξεραμένης τσουκνίδας αλλά δεν άργησε να εξελιχθεί σε δέσμες από τρίχες ζώων δεμένες σε μια ξύλινη χειρολαβή, σε ποικιλίες μεγέθους και σχήματος.
Τα φυτικά χρώματα είναι μπογιές βγαλμένες από διάφορα φυτά, που αφθονούν στη φύση, ξεραίνονται στον Ήλιο, κοπανίζονται, ανακατεύονται με νερό, ξύδι, αυγό ή λάδι και μας δίνουν τελικά τα μελάνια.
Στην αρχή ζωγράφιζαν-έγραφαν πάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς και στους πρώτους πέτρινους ή πήλινους τοίχους. Μετά, στην Αίγυπτο έγινε η μεγάλη εφεύρεση: ο πάπυρος.
***
Kαι από μόνο του, το όνομά του αποπνέει μια γεύση σχεδόν μαγική στη χάρτινη εποχή μας. Aλλά τί ακριβώς ήταν ο πάπυρος; Ένα κοινότατο φυτό που αφθονούσε κάποτε στις όχθες του Νείλου. Κάποιος, κανείς δε ξέρει ποιος και πότε, σκέφτηκε να φτιάξει από τα φύλλα του παπύρου ένα πράγμα που, με τις σημερινές αντιλήψεις, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε χαρτί, παρόλο που τελικά δεν έμοιαζε και πολύ με χαρτί.
Πήρε δηλαδή τα φύλλα του παπύρου, τα ξέρανε στον Ήλιο, ξεχώρισε τις ίνες από τη σάρκα, τις μούσκεψε και τις άπλωσε παράλληλα τη μια δίπλα στην άλλη. Στη συνέχεια, τις πασάλειψε με αλευρόκολλα και πάνω της πέρασε μια δεύτερη σειρά από ίνες, κάθετα αυτή τη φορά. Μόλις το πράγμα αυτό ξεράθηκε, το ονόμασε πάπυρο και το διέθεσε στο εμπόριο.
Oι Έλληνες ονόμαζαν τους παπύρους “κόλλες”. Αργότερα σκέφτηκαν να ενώσουν τη μια κόλλα δίπλα στην άλλη, για να μεγαλώσουν το μήκος της αρχικής. Μούλιαζαν λοιπόν στο νερό τις άκρες της κάθε κόλλας και τις ένωναν πασαλείβοντας την ένωση με αλευρόκολλα.
Ποια ήταν η πρώτη χρήση της κόλλας του παπύρου; Η απάντηση δεν είναι καθόλου ρομαντική, διότι ο πάπυρος χρησιμοποιήθηκε για πολλούς αιώνες σαν πρώτη ύλη για παπούτσια, σαντάλια και υλικό περιτυλίγματος εμπορευμάτων. Διαδόθηκε σύντομα σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, χάρη στο χαμηλό του κόστος. Φτηνό υλικό βέβαια, αλλά σαν τέτοιο, γεμάτο ελαττώματα. Με τον καιρό οι άκρες του σκεβρώνουν, σκάνε και καταστρέφονται. Η υγρασία μουχλιάζει την αλευρόκολλα και οι ποντικοί τον βρίσκουν γευστικό. Επιπλέον, όταν κανείς γράφει πάνω του δεν μπορεί να σβήσει τα λάθη. Αν ξύσει την ίνα, η ίνα καταστρέφεται και αναγκαστικά θα γράψει πάνω στην αλευρόκολλα, που μουλιάζει με τη σειρά της, ανοίγει τρύπα και όλο το σύγγραμμα πάει περίπατο. Ακόμα στον πάπυρο δεν μπορείς να γράψεις και από τις δυο πλευρές, αλλά μόνο από την πλευρά που οι ίνες είναι οριζόντιες. Στις κάθετες ίνες, το μελάνι απλώνει και η μύτη της γραφίδας καταστρέφει το υλικό.
Ευτυχώς για τους αρχαίους, κι ευτυχέστερα για τους σύγχρονους αρχαιολόγους, υπήρχε κι ένα άλλο υλικό γραφής, πολύ καλύτερο από τον πάπυρο: η περγαμηνή.
Πρόκειται για κατεργασμένο δέρμα ζώου. Η τεχνική της κατασκευής της περγαμηνής ήταν γνωστή στους Έλληνες της Μικράς Ασίας, τους Ίωνες, τουλάχιστον από τον 6ο πx αιώνα, αλλά η χρήση της γενικεύτηκε στα ελληνιστικά χρόνια, όταν ο βασιλιάς της Περγάμου, Ευμένης ο Β’, τα χάλασε με τους Πτολεμαίους. Oι τελευταίοι σταμάτησαν τις εξαγωγές παπύρου προς την Πέργαμο και οι Περγαμηνοί, για ν’ ανταποκριθούν στις διανοητικές ανάγκες τους, οργάνωσαν τη βιομηχανία του “δέρματος γραφής”, που έμεινε γνωστό στην ιστορία με το όνομα “περγαμηνή”. Δούλευαν τα δέρματα με ασβέστη, μέχρι που καταντούσαν λεπτά σαν τσιγαρόχαρτα, χωρίς ωστόσο να χάνουν το παραμικρό από τη φυσική τους ελαστικότητα.
Η περγαμηνή είναι θαυμάσιο υλικό. Από άποψη της διάρκειας και της ποιότητας είναι ανώτερη από το καλύτερο σύγχρονο χαρτί. Εκατομμύρια δύστυχα αιγοπρόβατα και μοσχάρια πρόσφεραν το δέρμα τους θυσία στην ανθρώπινη διανόηση. Kι αν η περγαμηνή έπαψε να χρησιμοποιείται μετά τον 16ο αιώνα, ο λόγος δεν ήταν η ποιότητα αλλά το κόστος. Μια μικρή βιβλιοθήκη από περγαμηνή κοστίζει μια ολόκληρη περιουσία.
Όλα λοιπόν τα γνήσια αρχαία κείμενα, που βλέπουμε στα μουσεία, είναι είτε πάπυροι, είτε περγαμηνές.
Aλλά υπάρχει κι ένα άλλο σημείο που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε. Oι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν δύο διαφορετικές λέξεις για τα σύνολα των χειρογράφων. Βιβλία και κώδικες. Τα βιβλία ήσαν κύλινδροι από παπυρόφυλλα, ενώ οι κώδικες ήσαν κύλινδροι από περγαμηνές.
***
Τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης δε γράφτηκαν όλα στην ίδια γλώσσα. Τα περισσότερα βέβαια βρέθηκαν γραμμένα στα αρχαία εβραϊκά. Λέγοντας αρχαία εβραϊκά εννοούμε τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι Εβραίοι πριν από την εξορία στη Βαβυλώνα (587 πx), χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως πρόκειται για την αυθεντική πρώτη γλώσσα των πατριαρχών. Αγνοούμε απόλυτα τη γλώσσα που μιλούσαν οι Eβραίοι πατριάρχες, όπως και τη γλώσσα των Εβραίων που βγήκαν όπως λέγεται από την Αίγυπτο κάτω από την καθοδήγηση του Μωυσή. Eπάνω στο ζήτημα αυτό υπάρχουν πολλές θεωρίες και πολλές υποθέσεις και οπωσδήποτε η πατριαρχική διάλεκτος θα πρέπει να ήταν μια κάποια σημιτική παραλλαγή, αλλά η γλώσσα, που σ’ αυτήν γράφτηκαν τα βιβλικά κείμενα μόλις στα χρόνια των βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ, δηλαδή μετά τον 9ο πx αιώνα, είναι τα χαναναϊκά, η γλώσσα των κατοίκων της Παλαιστίνης, πριν η τελευταία κατακτηθεί από τις εβραϊκές φυλές. Έτσι, όταν μιλάμε γι’ αρχαία εβραϊκά, εννοούμε τα χαναναϊκά, μια γνήσια σημιτική γλώσσα.
Το φθογγικό αλφάβητο τώρα, με άλλα λόγια το γραφικό σύστημα όπου κάθε σύμβολό του αντιπροσωπεύει έναν ήχο, μοιάζει να είναι εφεύρεση των αρχαίων κατοίκων της Παλαιστίνης, των Xαναναίων, ή των Kρητών γειτόνων τους, των Φιλισταίων, που ήδη κατά τους προϊστορικούς χρόνους είχαν ιδρύσει ισχυρότατες και σημαντικότατες αποικίες στα παράλια της Παλαιστίνης.
Δεν αποκλείεται να δανείστηκαν τα στυλιζαρισμένα ιδεογραφικά στοιχεία από τους Aιγυπτίους, αλλά απ’ όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής, ήταν οι Παλαιστίνιοι που πρωτόγραψαν με το φθογγικό σύστημα, και τα ξαδέλφια τους του βορρά, οι Φοίνικες, που το διέδωσαν στους μεσογειακούς λαούς.
Ως εκ τούτου ο Ηρόδοτος ονομάζει το ελληνικό αλφάβητο φοινίκειο, αν και πολλοί αμφισβητούν την εκδοχή αυτή σήμερα. Πάντως από το αλφάβητο αυτό προέρχεται το νεο-εβραϊκό, τετραγωνικό ή αραμαϊκό αλφάβητο αλλά και το αραβικό.
Το χαναναϊκό, φοινίκειο ή παλαιοεβραϊκό αλφάβητο χρησιμοποιούσε μονάχα σύμφωνα, όπως όλα τα σημιτικά αλφάβητα ακόμα και στις μέρες μας.
Oι χαρακτήρες του μοιάζουν αρκετά με τους ελληνικούς που βλέπουμε στις επιγραφές του 5ου και του 6ου αιώνα πx σε σημείο που να προβληματίζεται κανείς ποιος δάνεισε σε ποιον.
Τα ονόματα πάντως των χαρακτήρων, αυθεντικά ή μνημονικά, θυμίζουν την ιδεογραφική καταγωγή τους. Το Άλφα για παράδειγμα, που λέγεται Άλεφ, είναι μια λέξη που σημαίνει δαμάλι. Το Βήτα που λέγεται Μπάιτ ή Βέιτ, σημαίνει σπίτι. Το Γάμμα που λέγεται Γκίμελ, σημαίνει καμήλα κ.ο.κ.
***
Oι Xαναναίοι ηγεμόνες που βασίλεψαν στην Παλαιστίνη κατά τους πρώτους οχτώ αιώνες της 2ης χιλιετίας πx, αλληλογραφούσαν με τους βασιλιάδες της Αιγύπτου στη βαβυλωνιακή γλώσσα με τον σφηνοειδή τρόπο γραφής. Αυτό οφείλεται στην ακτινοβολία του βαβυλωνιακού πολιτισμού, που συνέχισε να επιδρά στη “διανόηση” της Παλαιστίνης και μετά την πολιτική ανεξαρτησία της τελευταίας από τους ηγεμόνες της Μεσοποταμίας. Ακόμα κι όταν τα χαναναϊκά κρατίδια εξαρτήθηκαν πολιτικά από τους Φαραώ, η αλληλογραφία συνεχίστηκε στα βαβυλωνιακά. Στα μουσεία της Μέσης Ανατολής βλέπουμε αποσπάσματα της αλληλογραφίας αυτής χαραγμένη σε πήλινες πλάκες.
Μιλώντας παραπάνω για τη “διανόηση” της Παλαιστίνης, που βρισκόταν κάτω από βαβυλωνιακή επίδραση, εννοώ τους επαγγελματίες γραφιάδες, που ζούσαν στις αυλές των μικροηγεμόνων. Oι γραφιάδες αυτοί μελετούσαν το βαβυλωνιακό τρόπο επικοινωνίας, τη σφηνοειδή γραφή και τη γλώσσα, που αποτυπώνεται σ’ αυτήν, για να μεταδώσουν ο ένας στον άλλον τις πληροφορίες που επιθυμούσε ο ηγεμόνας τους. Αλλά δεν μιλούσαν τη βαβυλωνιακή γλώσσα ούτε οι ίδιοι, ούτε ο λαός που αντιπροσώπευαν.
Και το ερώτημα τώρα είναι, αν το ίδιο φαινόμενο επαναλήφθηκε με τους συγγραφείς των αρχικών κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης. Αν δηλαδή, οι αρχαίοι Eβραίοι συγγραφείς χρησιμοποίησαν τη γλώσσα των Χαναναίων, που τη διδάχτηκαν από τους τελευταίους μετά την κατάκτηση της Παλαιστίνης, για να καταγράψουν τη λαϊκή παράδοση του λαού τους, την παραδοσιακή νομοθεσία και τα διδάγματα της εθνικής ηγεσίας, ενώ ταυτόχρονα οι ίδιοι μιλώντας μεταξύ τους χρησιμοποιούσαν μια άλλη γλώσσα, που θα μείνει για πάντα άγνωστη.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν διαθέτουμε στοιχεία που να μπορούν να μας βοηθήσουν να δώσουμε απάντηση στο παραπάνω ερώτημα. Μας είναι άγνωστη η χρονολογία της υιοθεσίας της χαναναϊκής γλώσσας από τους Εβραίους. Ξέροντας όμως ότι τα πρώτα κείμενα της Πεντατεύχου κυκλοφόρησαν κατά τα τέλη του 8ου πx αιώνα, δηλαδή σε μια εποχή όπου οι Εβραίοι κατοικούσαν ήδη από καιρό την Παλαιστίνη, είχαν διαμορφώσει κιόλας αστικές κοινωνίες και είχαν εγκαταλείψει τον νομαδικό τρόπο ζωής, μπορούμε να δεχθούμε την υπόθεση ότι οι συγγραφείς έγραψαν στη γλώσσα που μιλούσαν.
Ένα άλλο στοιχείο, που συνηγορεί στην παραπάνω υπόθεση, κι ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για υπόθεση, είναι το γεγονός ότι το φθογγικό αλφάβητο δεν απαιτεί για την εκμάθησή του την πολύχρονη μελέτη που ήταν αναγκαία για την άνετη χρησιμοποίηση του βαβυλωνιακού σφηνοειδούς συστήματος.
Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το φθογγικό χαναναϊκό ή φοινίκειο αλφάβητο αποτέλεσε από κάποια στιγμή κι έπειτα το εκφραστικό όργανο της γλώσσας των εγκατεστημένων μόνιμα πλέον στην Παλαιστίνη Εβραίων, και η γλώσσα αυτή είναι τα κλασσικά εβραϊκά.
***
Από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, στα κλασσικά εβραϊκά γράφτηκαν τα εξής: Γένεση, Έξοδος, Λευϊτικό, Αριθμοί, Δευτερονόμιο, Ιησούς του Ναυή, Κριτές, τα δυο βιβλία του Σαμουήλ, τα δυο βιβλία των Βασιλέων, μερικοί από τους Ψαλμούς, οι Παροιμίες, το Άσμα Ασμάτων, το βιβλίο του Ιώβ και τα προφητικά βιβλία του Ιωήλ, του Αμώς, του Hσαΐα, του Μιχαίου, του Σοφονία, του Αββακούμ, του Ναούμ, του Oβδιού, του Ιερεμία και του Ιεζεκιήλ. Τα υπόλοιπα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης έχουν γραφτεί σε μιαν άλλη γλώσσα, που οι ερευνητές την ονομάζουν συνήθως ιερατική.
Η ιερατική γλώσσα είναι ένα κράμα των κλασσικών εβραϊκών με τα αραμαϊκά, τη γλώσσα των Αραμαίων. Oι Αραμαίοι ήσαν ένας σημιτικός λαός. Σε ολόκληρο το διάστημα της ιστορίας τους, που διήρκεσε δεκαπέντε αιώνες, υπήρξαν νομάδες. Δεν κατάφεραν ποτέ τους να σταθεροποιηθούν σε μια χώρα εκτός από μια περίοδο πεντακοσίων ετών (από τον 12ο μέχρι τον 7ο αιώνα πx), που δημιούργησαν ένα ισχυρό φέουδο στη Δαμασκό. Γυρόφερναν ασταμάτητα στο χώρο της Μέσης Ανατολής, άλλοτε σαν έμποροι κι άλλοτε σαν ληστές. Ήρθαν σε επαφή με όλους τους αρχαίους λαούς, από την Περσία μέχρι την Αίγυπτο κι από την Υεμένη μέχρι την Ιωνία, και τους δίδαξαν τη γλώσσα τους. Σε όλο το διάστημα της πρώτης χιλιετίας πx, οποιοσδήποτε ήθελε να ταξιδέψει ή να εμπορευτεί στη Μέση Ανατολή έπρεπε να γνωρίζει αραμαϊκά.
Με άλλα λόγια, τα αραμαϊκά ήταν η γλώσσα των διεθνών συναλλαγών από τον 10ο αιώνα πx κι έπειτα, όπως προηγουμένως ήταν τα βαβυλωνιακά.
Μετά την κατάκτηση της Νοτιοδυτικής Ασίας από τον Αλέξανδρο και τη δημιουργία των ελληνιστικών βασιλείων, τα αραμαϊκά παραμερίστηκαν από τα ελληνικά, αλλά δεν έπαψαν να χρησιμοποιούνται έως τον 6ο μx αιώνα, οπότε αντικαταστάθηκαν από τα αραβικά.
Η απέραντη περσική αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε τα αραμαϊκά σαν γλώσσα επιβολής και στην Παλαιστίνη διαδόθηκαν περισσότερο κατά την εποχή των Μακκαβαίων ως αντίδραση του ιουδαϊκού πνεύματος προς τον βίαιο εξελληνισμό. Τα αραμαϊκά μοιάζουν περισσότερο με τα αραβικά και λιγότερο με τα κλασσικά εβραϊκά. Από τις τρεις βασικές διαλέκτους των Αραμαίων, τα δυτικά αραμαϊκά ή χαλδαιοαραμαϊκά είναι αυτή που επικράτησε.
Το αραμαϊκό αλφάβητο, που ούτε αυτό χρησιμοποιεί φωνήεντα και είναι περισσότερο γνωστό σαν τετραγωνική γραφή, παρουσιάστηκε σαν παραλλαγή και στυλιζάρισμα των αρχαίων εβραιοχαναναϊκών ή φοινίκειων χαρακτήρων. Από πρακτική άποψη η τετραγωνική γραφή είναι πολύ πιο εύχρηστη. Την υιοθέτησαν πολλές σημιτικές γλώσσες κι ανάμεσά τους και τα κλασσικά εβραϊκά. Σήμερα ακόμα, η τελευταία γράφεται με το αραμαϊκό τετραγωνικό αλφάβητο κι έχει εγκαταλείψει ήδη από τον 5ο αιώνα τους φοινίκειους χαρακτήρες.
Στα ιερατικά γράφτηκαν τα βιβλία του Νεεμία, τα δύο βιβλία των Χρονικών, η Εσθήρ, ο Ιωνάς, ο Εκκλησιαστής, οι περισσότεροι από τους Ψαλμούς και τα προφητικά βιβλία του Aγκαίου, του Ζαχαρία, του Μαλαχία και του Δανιήλ. Μάλιστα, μερικά κεφάλαια από το βιβλίο του Δανιήλ, όπως και ολόκληρο το βιβλίο του Έσδρα, έχουν γραφτεί στα γνήσια χαλδαιοαραμαϊκά.
***
Τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, γραμμένα στα κλασσικά εβραϊκά, στα ιερατικά και στα αραμαϊκά, πρωτοτυπώθηκαν το 1488. Πριν από τη χρονολογία αυτή υπάρχουν μεσαιωνικά χειρόγραφα, αλλά κανένα πιο παλιό από τον 9ο μx αιώνα. Πρόκειται για τον κώδικα του Μπεν Ασέρ, του 895 μx, που περιέχει μόνο προφητικά βιβλία, και τον κώδικα της εβραϊκής κοινότητας του Απέλλο του 929 μx, που περιέχει όλα τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η καταγραφή και η κωδικοποίηση του βιβλικού κειμένου έγινε από τους Μασσορίτες ανάμεσα στον 6ο και τον 8ο μx αιώνα. Oι Μασσορίτες ήταν δάσκαλοι της εβραϊκής παράδοσης (το όνομά τους “Μπααλέι Χα Μασσόρετ” σημαίνει κυριολεκτικά: Δάσκαλοι της παράδοσης) και δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από μια προσπάθεια διάσωσης των παραδοσιακών κειμένων που είχαν φτάσει μέχρι τις μέρες τους. Αντέγραψαν με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα αρχαία βιβλία, τα έβαλαν στη σειρά και δημιούργησαν για την ανάγνωση τους ένα φωνητικό σύστημα με τελείες και γραμμές.
Τα πρωτότυπα κείμενα, που χρησιμοποίησαν οι Μασσορίτες δεν ήταν παλαιότερα από τον 2ο μx αιώνα, γιατί μόλις τότε δημιουργήθηκε η ανάγκη της καταγραφής και της διάσωσης της ιουδαϊκής παράδοσης, μετά την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του δεύτερου Ναού το 70 μx και την καταστολή της τελευταίας εθνικής επανάστασης, το 135 μx. Αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής είναι η Μασσόρα, μια εκλεπτυσμένη καταγραφή όλων των βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης, η Μισνά, μια γραπτή κωδικοποίηση των προφορικών ερμηνειών του Μωσαϊκού Νόμου, και το Ταλμούδ, μια σωρευτική παρουσίαση όλων των έργων του ιουδαϊκού μεσαιωνικού πνεύματος.
***
Εκτός από το κλασσικό μασσορικό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης υπάρχει και η Σαμαρειτική Πεντάτευχος. Oι Σαμαρείτες είναι απόγονοι του βασιλείου του Ισραήλ ή Βόρειου Βασιλείου, που χωρίστηκε από το Βασίλειο του Ιούδα ή Βασίλειο της Ιερουσαλήμ μετά τον θάνατο του βασιλιά Σολομώντα.
Η διαίρεση είχε αρχικά μόνο πολιτικό χαρακτήρα. Με τον καιρό όμως δημιουργήθηκαν θρησκευτικές διαφορές, έτσι που τελικά ο Ιουδαίος και ο Σαμαρείτης να θεωρούν ο ένας τον άλλον αιρετικό.
Η βασική θρησκευτική διαφορά είναι πως οι Σαμαρείτες δεν αναγνώρισαν ποτέ τους τις αλλαγές και τις προσθήκες δογματικού χαρακτήρα που έγιναν στην Ιερουσαλήμ και προπάντων το κήρυγμα των Προφητών. Διατήρησαν μονάχα την Πεντάτευχο και αυτήν εξακολουθούν να έχουν για βάση της λατρείας τους. Στην πρωτεύουσα του αρχαίου βασιλείου του Ισραήλ ή Βορείου Βασιλείου, το Σιχέμ ή Σαχέμ ή Nαμπλούς, ζουν ακόμα σήμερα γύρω στις διακόσιες οικογένειες Σαμαρειτών που παρουσιάζουν με υπερηφάνεια στους επισκέπτες ένα κείμενο της Πεντατεύχου γραμμένο σε αρχαίους φοινίκειους χαρακτήρες.
Oι ίδιοι πιστεύουν πως είναι γνήσιο αρχαιοεβραϊκό χειρόγραφο ηλικίας 2.500 ετών. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα αντίγραφο του 12ου μx αιώνα, που σε γενικές γραμμές δεν παρουσιάζει διαφορές από τη Μασσόρα, εκτός από τις προσθήκες της θρησκευτικής αναμόρφωσης του Έσδρα, που μπήκαν στο κείμενο κατά τον 5ο αιώνα πx, και οι Σαμαρείτες τις θεωρούν αιρετικές και απαράδεκτες.
***
Αυτή είναι η ιστορία του βιβλικού κειμένου, γραμμένου στην αρχική του γλώσσα με φοινικικούς ή αραμαϊκούς χαρακτήρες. Υπάρχουν όμως και οι μεταφράσεις. Η πιο φημισμένη είναι η μετάφραση των εβδομήντα δύο, την οποία για συντομία συμβολίζουμε με το γράμμα " O’ ", που στο αρχαίο ελληνικό αριθμητικό σύστημα αντιπροσωπεύει τον αριθμό εβδομήντα.
Το αντίγραφο μιας επιστολής κάποιου Αρισταίου μας πληροφορεί πως ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος (βασίλευσε από το 285 μέχρι το 246 πx) κάλεσε στην Αλεξάνδρεια εβδομήντα δύο Δασκάλους του Νόμου, που ήξεραν ελληνικά, και τους μίσθωσε να του μεταφράσουν την Παλαιά Διαθήκη μέσα σε εβδομήντα δύο μέρες. Η αλήθεια είναι πως η επιστολή του Αρισταίου είναι πλαστή και την έγραψε κάποιος καλόγερος τον Μεσαίωνα.
Ωστόσο, είναι γεγονός πως ήδη από τα μέσα του 3ου πx αιώνα, οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας άρχισαν να μεταφράζουν την Παλαιά Διαθήκη στα ελληνικά, βασικά για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινότητάς τους, που τα μέλη της είχαν ξεχάσει τα εβραϊκά. Kαι η μετάφραση δεν συμπληρώθηκε σε εβδομήντα δύο μέρες, αλλά σε εκατό τουλάχιστον χρόνια. Άρχισε την εποχή του Φιλάδελφου και τελείωσε στα 134 πx αλλά ακόμα κι όταν ολοκληρώθηκε, τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κυκλοφόρησαν για άλλα διακόσια χρόνια μεμονωμένα και μόλις στα τέλη του 1ου πx αιώνα τα βλέπουμε να αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο.
Η μετάφραση των O’ έγινε από αρχαϊκά πρωτότυπα κείμενα, που χάθηκαν για πάντα. Γι’ αυτό τον λόγο πολλοί ερευνητές την αναγνωρίζουν σαν γνησιότερη από τη Μασσόρα. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το ποιος έχει δίκιο. Oι μικροδιαφορές που παρατηρούμε ανάμεσα στο κείμενο της Μασσόρας και τη μετάφραση των O’ μπορεί να προκαλούν αγωνία στους διάφορους θεολόγους, αλλά σε καμία περίπτωση στους ιστορικούς και στους αρχαιολόγους. Τα αρχαιότερα αντίγραφα της μετάφρασης των O’ που σώζονται σήμερα είναι ο Σιναϊτικός Κώδικας και ο Κώδικας του Βατικανού. Και οι δύο είναι του 4ου μx αιώνα.
Υπήρξαν κι άλλες μεταφράσεις. Oι γνωστότερες είναι του Ακύλα, του Σύμμαχου και του Θεοδόσιου. Και οι τρεις είναι προϊόντα των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων. Πλησιάζουν περισσότερο το κείμενο της Μασσόρας όπως διαμορφώθηκε την ίδια εποχή, παρά στη μετάφραση των O’, που έγινε πέντε αιώνες νωρίτερα. Είναι γεγονός πως οι Εβραίοι Νομοδιδάσκαλοι των πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων αντιπαθούσαν τη μετάφραση των O’, επειδή η τελευταία έγινε παραδεκτή μ’ ενθουσιασμό από τους χριστιανούς. Ας μην ξεχνάμε πως οι ραβίνοι έβλεπαν τους χριστιανούς σαν αιρετικούς, που διαστρέβλωσαν το πνεύμα της ιουδαϊκής παράδοσης και θρησκείας. Oι μεταφράσεις του Ακύλα, του Σύμμαχου και του Θεοδόσιου προσπάθησαν να συμβιβάσουν τις αντικρουόμενες απόψεις, χρησιμοποιώντας σαν πρωτότυπο ένα εβραϊκό κείμενο για πρώτη φορά στην ιστορία του, ελεγμένο και σταθεροποιημένο.
Βέβαια, ουσιαστική διαφορά δεν υπήρχε στα κείμενα, αλλά στα ερμηνευτικά συστήματα. Oι χριστιανοί χρησιμοποίησαν τη μετάφραση των O’ για να αποδείξουν τη θεϊκή ιδιότητα του Ιησού και τη δικαιωμένη από τις αρχαίες προφητείες άφιξή του. Εκεί που ραβίνοι έβλεπαν τετελεσμένα ιστορικά γεγονότα, οι χριστιανοί είδαν προφητικό συμβολισμό, άμεσα συνδεδεμένο με το έργο του Ιησού. Το ραβινικό κείμενο ήταν στεγνό και κυριολεκτικό, ενώ η μετάφραση των O’ έδινε “πατήματα”, που βόλευαν τη χριστιανική ιδεολογία. Oι χριστιανοί, απ’ τη μεριά τους κατηγόρησαν τη μετάφραση του Ακύλα ότι έγινε ειδικά για να αποκλείσει τις ερμηνευτικές επεκτάσεις που αντλούσαν από το κείμενο των O’. Kαι δεν είχαν κι άδικο.
***
Στην πραγματικότητα βέβαια, τα πράγματα είναι πολύ σχετικά κι ο κάθε σοβαρός μελετητής σήμερα αποφεύγει να πέσει στο λαβύρινθο του δογματικού συμβολισμού. Oι διάφοροι αρχαίοι μεταφραστές διάλεξαν με προσωπικά κριτήρια το πρωτότυπο εβραϊκό κείμενο και με προσωπικά πάλι κριτήρια το ερμήνευσαν. Αυτή είναι η αλήθεια για το θέμα της γνησιότητας των βιβλικών κειμένων και των διαφόρων μεταφράσεων, θέμα που απασχόλησε σημαντικά τους σοφούς αλλά και τους αγράμματους, κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες, με αποτέλεσμα να χυθεί πολύ μελάνι κι ακόμα περισσότερο αίμα.
Ένας αξιόλογος μελετητής της εποχής αυτής, ο Μέγας Ωριγένης, προσπάθησε να λύσει το πρόβλημα με την άμεση αντιπαραβολή. Δημιούργησε τις περίφημες “Εξαπλές”, βάζοντας τη μια δίπλα στην άλλη τις πιο διαδεδομένες εκδόσεις του καιρού του. Χάραξε έξι στήλες και κατέγραψε:
Στην πρώτη, το εβραϊκό κείμενο με την τελική μορφή που πήρε τον 2ο μx αιώνα. Στη δεύτερη, το ίδιο εβραϊκό κείμενο γραμμένο με ελληνικούς χαρακτήρες, για εξυπηρετήσει τους αναγνώστες που μιλούσαν εβραϊκά αλλά δεν ήξεραν να τα διαβάσουν. Στην τρίτη, τη μετάφραση του Ακύλα. Στην τέταρτη, τη μετάφραση του Σύμμαχου. Στην πέμπτη, τη μετάφραση των O’ και στην έκτη, τη μετάφραση του Θεοδόσιου. Συχνά χρησιμοποίησε και έβδομη ή και όγδοη στήλη για κείμενα ανεξακρίβωτης προέλευσης.
Από χριστιανική άποψη το τεράστιο έργο του Ωριγένη ήταν μια αποτυχία, γιατί το εβραϊκό κείμενο που χρησιμοποίησε δεν ανταποκρινόταν λέξη προς λέξη με τη μετάφραση των O’. O λόγος ήταν πως οι Aλεξανδρινοί μεταφραστές χρησιμοποίησαν ένα άλλο εβραϊκό κείμενο χαμένο πλέον στην εποχή του. Έτσι οι μεταφράσεις του Θεοδόσιου, του Σύμμαχου και, ιδιαίτερα, του Ακύλα θεωρήθηκαν πιο πιστές, επειδή πλησίασαν περισσότερο το μασσορικό κείμενο, που χρησιμοποίησε ο Ωριγένης.
Από την άποψη της γλωσσικής ποιότητας, τα ελληνικά του Σύμμαχου, του Θεοδόσιου και του Ακύλα είναι κατά πολύ ανώτερα από τα ελληνικά της μετάφρασης των O’. Oι Aλεξανδρινοί Iουδαίοι μεταφραστές κακοποίησαν την ελληνική γλώσσα, όπως την κακοποίησαν με τη σειρά τους και οι Ευαγγελιστές.
***
Γνωρίζοντας λοιπόν πλέον, τι εννοούμε μιλώντας για αρχαία χειρόγραφα και μάλιστα βιβλικού ή εξωβιβλικού περιεχομένου, μπορούμε τώρα να πλησιάσουμε τον χώρο όπου έγινε στα 1947 η ανακάλυψη των Χειρογράφων της Νεκρής θάλασσας και παράλληλα να ρίξουμε μια ματιά στα διαφορά αρχαία και μεσαιωνικά κείμενα που περιέχουν υπόνοιες και έμμεσες αναφορές για κάποιο “κέντρο παραγωγής χειρογράφων” κάπου στην περιοχή της Νεκρής θάλασσας.

Εκδόσεις Μάριος Βερέττας

Μεσολογγίου 3, 106 81 ΑΘΗΝΑ

Tηλέφωνο 210 33 05 139

Tηλεομοιότυτο 210 33 05 123

e-mail: infoverettas.gr

Url: www.verettas.gr

TA XEIPOΓPAΦA THΣ NEKPHΣ ΘAΛAΣΣAΣ - ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ