Σαν παραμύθι

Η ΕΠΑΝΑΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ
11 Σεπτεμβρίου ήταν η γιορτή της. Της αγίας Ευανθίας. Δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Να αδιαφορήσει; Να την πάρει τηλέφωνο, να της στείλει μήνυμα, να της στείλει δώρο; Δεν το πολυσκέφτηκε. Άσχετα που τον είχε χωρίσει, την αγαπούσε. Δεν χωρούσαν εγωισμοί στα συναισθήματα του γι’ αυτήν. Πήγε στην Απλωταριά στον πολυσύχναστο εμπορικό πεζόδρομο της Χίου και αγόρασε έναν ασημένιο σταυρό και ένα μεταξωτό φουλάρι προερχόμενο από το Σουφλί. Έγραψε σε μία κάρτα ένα τετράστιχο:
‘’Χρόνια πολλά σου εύχομαι
Με πρόοδο και υγεία
Να σου έρχονται όλα δεξιά
Έγνοια να μην έχεις καμία’’
Και στην συνέχεια τα πακέταρε. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Που θα της το έστελνε. Ήξερε ότι μόλις είχε ξεκινήσει την ειδικότητα της παθολογίας στο νεόκτιστο υπερσύγχρονο νομαρχιακό Νοσοκομείο του Λουτρακίου αλλά δεν ήξερε που έμενε. Θα της το έστελνε στα Κτελ Λουτρακίου από το Κτελ Κηφισού, αφού από 10 του μηνός είχε άδεια και θα βρισκόταν Αθήνα, και θα της έστελνε μήνυμα στο κινητό με τα Χρόνια Πολλά και οδηγίες για το πως θα έπαιρνε το δώρο , αν ήθελε βέβαια.. Δύο μέρες μετά έλαβε μήνυμα της ‘’Σ’ ευχαριστώ πολύ για το δώρο σου. Ήταν πολύ ωραίο. Είσαι πολύ έξυπνος, γλυκός και καλλιεργημένος και σου αξίζει το καλύτερο’’.
Της απάντησε ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνη σκεπτόμενος ότι το καλύτερο για αυτόν θα ήταν να την είχε στην αγκαλιά του και να ήταν ακόμα ζευγάρι. Τον ρώτησε που βρισκόταν και της απάντησε ότι μόλις επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για Χίο αφού είχε τελειώσει η 4ήμερη άδεια του. Τον ρώτησε πότε θα ξαναέρθει και της απάντησε μέσα Οκτωβρίου. Η συνομιλία τελείωσε εκεί. Κανείς δεν είπε τι ένιωθε στον άλλον αν και οι δύο ήθελαν να συναντηθούν σύντομα και ίσως να ξεκινήσουν κάτι πάλι. Όλες τις επόμενες μέρες την σκεφτόταν. Κάθε πρωί που πήγαινε στην δουλειά ακούγοντας στο Ράδιο Θεσσαλονίκη το τραγούδι ‘’Χωρίς εσένα’’ της τραγουδίστριας Ευσταθίας που είχε κερδίσει την δεύτερη θέση στο φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης ή το ‘’Νοvember rain’’ και το ‘’Don’t cry’’ των Guns and Roses την είχε στο νου του και μελαγχολούσε που δεν ήταν μαζί, που δεν επικοινωνούσαν. Δύο εβδομάδες αργότερα του έστειλε πάλι μήνυμα ρωτώντας τον τι κάνει και πότε θα έπαιρνε πάλι άδεια. Της απάντησε ότι θα προσπαθούσε για την επόμενη βδομάδα. Πράγματι την επόμενη ήταν Αθήνα όμως εκείνη ήταν στην Αλεξανδρούπολη για ένα συνέδριο Παθολογίας. Γύριζε την μέρα που έφευγε αυτός. Πότε θα κατάφερναν να συναντηθούν; Δεν μπορούσε να πάρει άδεια όποτε ήθελε. Ασκήσεις, επιθεωρήσεις, υπηρεσίες δεν άφηναν ελεύθερες ημερομηνίες. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο άσχημα.
Είχαν αρχίσει να ξανά επικοινωνούν. Του κρατούσε παρέα όταν ήταν υπηρεσία και αυτός εκείνης όταν εφημέρευε. Μιλούσαν για τις δουλειές τους. Για την παρουσίαση της εργασίας που θα έκανε στα πλαίσια της ειδικότητάς της στο συνέδριο Παθολογίας που διοργάνωνε ο Δήμος Λουτρακίου (Μακάρι να μπορούσε να ήταν και αυτός εκεί και να την θαύμαζε..). Για τον αδελφό της που θα παντρευόταν. Για το ατύχημα που είχε συναντήσει στον δρόμο και είχε σταματήσει να δώσει τις πρώτες βοήθειες στους τραυματισμένους. Για την διακόσμηση που είχε στο νου να κάνει σπίτι της ενόψει των Χριστουγέννων. Για την γρίπη που είχε κολλήσει από ένα ηλικιωμένο άντρα όταν τον εξέταζε επιστάμενα ως σωστή επαγγελματίας στην δουλειά της. Για την γιαγιά του , που αγαπούσε σαν μητέρα του , αφού εκείνη τον είχε μεγαλώσει όταν οι γονείς του έλειπαν μετανάστες στην Γερμανία και που πάσχοντας από Αλτσχάϊμερ τώρα πια , ξεχνούσε ακόμα και τα εγγόνια της. Της έλεγε πόσο είχε συγκινηθεί όταν έφευγε για Χίο και είχε πάει και εκείνη , φορώντας τα καλά της , για να τον αποχαιρετήσει και πόσο είχε ανησυχήσει όταν την είχαν χάσει στους δρόμους-λαβύρινθους των Μεστών της Χίου , όταν τον είχε επισκεφτεί μαζί με την μητέρα του , και τελικά την βρήκαν να τους περιμένει δίπλα στο αυτοκίνητο στο πάρκινγκ του χωριού. Της έλεγε ακόμα , ότι όταν παρατηρούσε την γιαγιά του , ήταν σαν να έβλεπε εκείνη , αφού είχαν το ίδιο χαμόγελο , τα ίδια μάτια και την ίδια λάμψη και ομορφιά. Της διηγιόταν για τον παππού στην εκκλησία , που ρωτούσε την μητέρα του για την γιαγιά του και που μία μέρα που την είδε της έδωσε ένα φιλί και μία εικόνα δώρο , αφού όταν ήταν νέοι την είχε ερωτευτεί αλλά δίσταζε να την ζητήσει από τους γονείς της μιας και αυτοί είχαν οικονομική άνεση ενώ αυτός ήταν φτωχός και φοβόταν την απόρριψη. Της έλεγε για την μακαρίτισσα την μητέρα του πατέρα του που ενώ ήταν ετοιμοθάνατη στο κρεβάτι ενδιαφερόταν και ανησυχούσε για τον παππού του που κοιμόταν στο διπλανό κρεβάτι. Θυμούνταν ακόμα όταν ήταν μικροί και μαζεύονταν οικογενειακώς γύρω από την τηλεόραση για να δουν ελληνική ταινία σε ένα από τα δύο κρατικά κανάλια. Της έλεγε επίσης ότι ονειρευόταν τότε που τα είχαν και έκανε τραπέζι η μητέρα της στην αρραβωνιαστικιά του αδελφού της να ήταν και αυτοί εκεί αρραβωνιασμένοι....και να γεύονταν τις λιχουδιές-σπεσιαλιτέ της μητέρας της. Έτσι ο καιρός πέρασε γρήγορα και έφτασε η 9η Δεκεμβρίου.

ΕΠΟΜΕΝΟ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΟΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗ