ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΤΟ BOOKSINFO

Το πλήρωμα του χρόνου και ο Μήτσος

Ελένη Φουρνάρου

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1.

Η μεγαλύτερη δυσκολία μου όταν κάθισα μπροστά στον υπολογιστή, συνδεδεμένη πια με το Διαδίκτυο, ήταν να βρω λόγια να μιλήσω με τον Μήτσο. Δεν μπορούσα να του γράψω απλά s’ agapo ke mou lipis, όσο αλήθεια κι αν ήταν αυτό.
Είχαμε πάνω από μήνα να επικοινωνήσουμε. Ξέρω πως μάθαινε νέα μου -τηλεφωνιόταν συχνά με τη Στέλλα. Απ’ αυτήν μάθαινα κι εγώ τα δικά του. Είχε τελειώσει την πτυχιακή του, περίμενε να πάρει το master του, είχε κάνει αίτηση για μια υποτροφία και φιλοδοξούσε να δουλέψει σ’ ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Άρχιζε σιγά-σιγά το διδακτορικό του -όλα δηλαδή ακολουθούσαν την ομαλή πορεία που είχαν πριν φύγω.
Κι αυτό ήταν το μοναδικό που μου την έσπαγε σ’ αυτόν. Δηλαδή, όχι ακριβώς σ’ αυτόν, αλλά να: ο Μήτσος είχε καταφέρει να στήσει μια ζωή, είχε βρει το δρόμο του και τον ακολουθούσε, μ’ όλες τις αμφισβητήσεις, τα διλήμματα και τα πισωγυρίσματα ενός ανήσυχου, ορθάνοιχτου μυαλού. Και, κακά τα ψέματα, αυτός ο δρόμος υπήρχε -υπάρχει- ανεξάρτητα απ’ τη δική μου παρουσία ή συμμετοχή.
Ο Μήτσος δεν με χρειαζόταν. Μ’ αγαπούσε. Κι απαιτούσε ν’ αγαπώ κι εγώ τον εαυτό μου. Γι αυτό διαφωνούσε έντονα με την απόφασή μου ν’ αναλάβω το El amor brujo, την οποία θεωρούσε πως πήρα εν βρασμώ ψυχής.
- Δεν δρας συνειδητά, Αποστολοπούλου. Πιάστηκες απ’ τα μαλλιά του Ερνέστου και νομίζεις πως κάνεις την επανάστασή σου.
- Κόφτο πια μ’ αυτό το Αποστολοπούλου! Λες και παίζω στην Τόλμη και Γοητεία...
- Πού...; τον αποδιοργάνωσα.
- Δεν έχεις δει Τόλμη και Γοητεία, παιδάκι μου, με τον Ριτζ και τη Μπρουκ, που δέκα χρόνια προσπαθούν να τα φτιάξουνε κι αυτός τη φωνάζει πάντα Λόγκαν...
- Μη μου αλλάζεις συζήτηση -φυσικά η αποδιοργάνωση ήταν προσωρινή. Κάτσε και σκέψου μια φορά, δεν συζητάς ποτέ με τον εαυτό σου; Άκου τον λίγο, ψάξε να βρεις τι θέλεις και τότε κάν’ το, όχι για να πικάρεις ή να ευχαριστήσεις τους άλλους, αλλά για πάρτη σου, βρε αδερφέ! Αφήνεις πάντα να σε παρασύρουν τα γεγονότα, ο καιρός. Για τη ζωή σου πρόκειται, δεν της αξίζει να τη φτύνεις έτσι.
Τότε του ‘λεγα πως με πιέζει, πως δεν με καταλαβαίνει, πως μου ζητά πολλά. Μ’ έπιανε το παράπονο.
- Δεν σου ζητάω τίποτα. Κι όσο για την πίεση, μόνη σου τη δημιουργείς στον εαυτό σου. Τι με κοιτάς; Γύρνα και πες μου να μην ανακατεύομαι, πως ξέρεις πολύ καλά τι κάνεις. Ξέρεις;
Θεέ μου, τον μισούσα όταν το έκανε αυτό! Έπαιρνε το πιο γοητευτικό πατρικό του ύφος και με ήρεμη, σταθερή φωνή με ξέσκιζε. Ήξερε τα πάντα, δεν ήταν χαζός. Του τα ‘χα πει εγώ τις αμέτρητες φορές που έκλαιγα στην αγκαλιά του. Το «manager νυχτερινού κέντρου» ήταν ο καλύτερος τρόπος για να μην προλαβαίνω να σκέφτομαι. Και για να τους στέλνω όλους. Τους γονείς μου, τον Κων/νο κι ολόκληρο το γαμημένο σύμπαν.
- Αφού με απορρίπτουν, καλά ξηγιέμαι! επέμενα με πείσμα. Δεν μ’ αγαπούν, δεν μ’ αποδέχονται. Γιατί να παίζω με τους κανόνες τους;
- Έλα, ρε Αποστολοπούλου τώρα, ψυχανάλυση του κώλου! με ειρωνευόταν. Περίμενα κάτι πιο πρωτότυπο από τη διάσημη φαντασιοπληξία σου. Το καημένο το κορίτσι, προκειμένου να σε απορρίψουν οι άλλοι, απορρίπτεσαι μόνη σου. Οι γονείς μας, ανώριμη κακομαθημένη, φταίνε μέχρι τα δεκαοχτώ μας. Μετά ενηλικιωνόμαστε και καλούμαστε ν’ αναλάβουμε τις ευθύνες μας. Αλλά εσύ περνάς ακόμα την εφηβεία, είσαι πολύ απορροφημένη απ’ τον εαυτό σου για ν’ αναλάβεις οτιδήποτε.

2.

Τελικά, έπειτα από τρεις μήνες επιτυχημένου management, είπα τηλεφωνικώς στον Ερνέστο πως δεν μπορώ να συνεχίσω. Δεν φάνηκε να χολοσκάει.
- Δεν πειράζει, κουκλίτσα μου, πιστεύω πως θ’ αναλάβει ευχαρίστως ο πατέρας μου. Αν και τον έχω ικανό να φέρει τίποτα Ανατολικοευρωπαίες βιζιτούδες...
Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να χορεύω. Αλλά δεν μπορούσα έτσι απλά να ξαναρχίσω. Μετά από τόσα χρόνια απραξίας κι ανυπαρξίας, μου ήταν αδύνατο ν’ αρπάξω το φουστάνι και να μαγέψω το κοινό. Ντρεπόμουν. Ειλικρινά. Είχα πάψει να νιώθω χορεύτρια.
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Έχω αρχίσει να στήνω τον κόσμο μου στα μέτρα μου. Έχω αποδεχτεί την αλήθεια μου. Δεν θα γίνω ποτέ prima μπαλαρίνα, δεν θα κατακτήσω το Covent Garden, δεν θα με καλέσουν τα Μπολσόι για πρωταγωνίστρια.
Θα διδάσκω χαριτωμένα πιτσιρίκια και ρομαντικές κυράτσες. Θα συνεχίσω να παρακολουθώ σεμινάρια -όπου τα βρίσκω. Ίσως χωθώ σε καμιά ομάδα χορού ή σε κάποιο θεατρικό σχήμα. Ίσως, όταν νιώσω πραγματικά δυνατή κι έτοιμη να βροντοφωνάξω τ’ όνομά μου, να γυρίσω στην Αθήνα. Μπορεί και σύντομα.
Ακόμα και το να σπουδάσω μου περνάει απ’ το μυαλό. Ν’ ανοίξω τους ορίζοντές μου. Η Στέλλα μου γράφει για κάτι Ανοιχτά Πανεπιστήμια, προγράμματα που θα φτιαχτούν και θα μπορεί να παρακολουθεί ο καθένας. Ξέρω ‘γω; Με τη φόρα που ‘χω πάρει, μπορεί στο φινάλε να δώσω και Πανελλήνιες!
Δυο μόνο πράγματα είχα αφήσει μέχρι πρότινος να εκκρεμούν. Το ένα ήταν η Άννα-Μαρία. Για κακή μου τύχη δεν είχε υπολογιστή να της στείλω κανένα χαζό-αστείο μηνυματάκι και να σπάσω τον πάγο. Έγραφε με μολύβι σε σχολικά μπλε τετράδια.
Μια Κυριακή κατέβηκα σ’ ένα καφέ στην παραλία κι, αφού πήρα πολλές βαθιές ανάσες, της έγραψα ένα μεγάλο, μελό γράμμα με τη δική μου εκδοχή των γεγονότων. Της τα εξηγούσα όλα, ουσιαστικά της πρόσφερα την απολογία μου.
Η Άννα-Μαρία μου απάντησε μια βδομάδα μετά, δηλαδή αμέσως. Μου έστειλε ένα σύντομο, ευγενικό σημείωμα που έλεγε πως χαιρόταν που ξανάφτιαχνα τη ζωή μου και μου ευχόταν το καλύτερο. Θα μ’ αγαπούσε πάντα, αλλά δεν ήθελε να μου μιλάει, τουλάχιστον όχι τώρα.
Αυτό ήταν το «αντίο» της καλής μου φίλης, της στοργικής και πάντα απόλυτης πρώην κουνιάδας μου. Έτσι είναι η Άννα-Μαρία. Βλέπει τα πράγματα ξεκάθαρα και δεν διστάζει να παρουσιάζεται αυστηρή με τους ανθρώπους. Και την εκτιμώ γι αυτή της την ειλικρίνεια. Ξέρω πως θα της λείψω. Λέει αλήθεια πως μ’ αγαπάει. Αλλά ο Κων/νος είναι ο μικρός της αδελφός και δεν θα τον πλήγωνε για κανέναν. Πόσο μάλλον για την πρώην γυναίκα του που τον απάτησε και τον παράτησε, χωρίς καν να του εξηγήσει.

3.

Η άλλη μου εκκρεμότητα ήταν ο Μήτσος. Είχαμε ανταλλάξει δυο-τρεις κάρτες μ’ εξυπνάδες κι ευφυολογήματα, αλλά δεν είχαμε επιχειρήσει καμιά ουσιαστική επαφή. Δεν του ‘χα τηλεφωνήσει, δεν είχε έρθει να με βρει. Ξαναρχίζαμε το παιχνίδι των φίλων.
Είχα να τον δω απ’ την παραμονή της φυγής μου. Είχα πάει σπίτι του αποφασισμένη να τον διεκδικήσω, να τον αναγκάσω να μου μιλήσει. Έπρεπε να μάθω, επιτέλους, τι σκέφτεται γι αυτή την ιστορία που ξεκίνησε σαν παθιασμένο σεξ ανάμεσα σε φίλους και κατέληγε να γίνεται το κέντρο της ύπαρξής μου.
Έπρεπε να ξεμπερδευτώ κι εγώ η ίδια. Τον αγαπούσα τόσο ή είχα προσωποποιήσει στη μορφή του την ανάγκη μου να επαναπροσδιορίσω τον εαυτό μου, να του προσφέρω το καλύτερο απ’ αυτά που πίστευα πως δικαιούμαι;
Δεν ήθελα να πέσω ξανά στην παγίδα του Σωτήρα, του άντρα που θα με τραβήξει από μια ζωή μίζερη για να μου προσφέρει τον Παράδεισο σε συσκευασία δώρου. Όσο κι αν με βόλευε, όσο κι αν θα τον κολάκευε, δεν το ‘θελα αυτό για μας γιατί είχα αρχίσει να καταλαβαίνω πως η εξάρτηση σκοτώνει τη ζωή και ζωή είναι να ‘σαι ευτυχισμένος στις επιλογές σου.
Αυτό που με αποπροσανατόλιζε, όμως, ήταν πως κι ο ίδιος ο Μήτσος δεν μου πρόσφερε τη σωτηρία του. Με μπέρδευε, μ’ έκανε να νιώθω λιγότερο γκόμενα απ’ όσο είχα συνηθίσει. Κι ενώ μέσα μου καταλάβαινα πως το κάνει για μένα, επειδή μ’ αγαπά και θέλει να με δει ν’ ανθίζω μέσα απ’ τους αγώνες και τις κατακτήσεις μου, απέξω μου του ‘σπαγα τα νεύρα με τα τσαλίμια και τα κλισέ της μοιραίας.
Εκείνο το βράδυ είχα αρχίσει πάλι το παραμύθι. Πως δεν αποφασίζει, δεν είναι δυνατός, πως δεν με παίρνει να φύγουμε. Ο Μήτσος μαγείρευε και μ’ άκουγε σιωπηλός. Θυμάμαι πως δεν γύριζε καν να με κοιτάξει όταν αποφάσισα να κινηθώ πιο δραστικά κι έπαιξα φουλ επίθεση:
- Ωραία, λοιπόν, αφού δεν μπορείς να πάρεις εσύ την πρωτοβουλία θα την πάρω εγώ, του πέταξα με ύφος.
Συνέχισε να μου κρατά γυρισμένη την πλάτη αλλά πρόσεξα έναν στιγμιαίο δισταγμό στις κινήσεις του και πήρα περισσότερο θάρρος:
- Αφού σε βολεύει η υπάρχουσα κατάσταση και δεν αποφασίζεις να δράσεις, κι εγώ θα μείνω με τον Κων/νο και θα βλεπόμαστε όπως τώρα, μια φορά στο τόσο.
- Με απειλείς, Αποστολοπούλου; με κοίταξε σοβαρός.
Μου πέσανε τα μούτρα. Τι μπούρδα εντυπωσιασμού ήταν αυτή που ξεστόμισα;
- Δεν έχω να πάρω καμιά απόφαση και νομίζω πως το ‘χουμε λήξει αυτό το θέμα. Σου τόνισα ευθύς-εξαρχής πως δεν πρόκειται να σε κουβαλήσω στην πλάτη μου. Δεν θα παραστήσω εγώ τον άντρα για να λύσεις εσύ τα υπαρξιακά σου. Εμένα η ζωή μου είναι μια χαρά, δεν έχω ν’ αποφασίσω για τίποτα. Εσένα, υποτίθεται, πως περιμένω τόσον καιρό κι η υπομονή μου έχει αρχίσει κι εξαντλείται. Αν σκοπεύεις να μείνεις με τον άντρα σου, μείνε. Αλλά δεν μπορείς να έχεις κι εμένα. Εγώ τις σχέσεις μου τις θέλω καθαρές. Και δεν ξέρω για πόσο θ’ ανέχομαι...
- Τι;
- Για πόσο θ’ ανέχομαι να ξέρω πως κοιμάσαι τα βράδια μαζί του. Κουράστηκα πια. Καιρός να μεγαλώσεις και να κάνεις τις επιλογές σου. Εσύ πρέπει ν’ αποφασίσεις. Δεν είμαι εγώ παντρεμένος, Αποστολοπούλου!
Ήξερα πως μου άξιζε η σκληρότητά του, κι άλλη τόση. Όμως, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Και τίποτα δεν μ’ είχε πειράξει όσο αυτό:
- Πότε, επιτέλους, θα με πεις με τ’ όνομά μου;
Ήρθε κοντά μου και μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Μου χάιδεψε τα μαλλιά, σκούπισε τα δάκρυά μου με τα ωραία του δάχτυλα και μου ψιθύρισε πως μ’ αγαπάει, πως δεν μπορεί να με χάσει γιατί του ‘δωσα πίσω την καρδιά του, την εμπιστοσύνη του στους ανθρώπους, τη δύναμη να βγει απ’ το σκοτάδι του και να ερωτευτεί απόλυτα, για πρώτη φορά στη ζωή του.
- Θα πω τ’ όνομά σου όταν μου πεις πως είσαι έτοιμη να το ακούσεις. Όταν θ’ απευθύνεσαι κι εσύ μ’ αυτό στον εαυτό σου. Όταν νιώσεις πως στέκεσαι στα πόδια σου, πως στηρίζεσαι στα δικά σου φτερά, πως διεκδίκησες αυτά που οφείλεις στην ύπαρξή σου. Θα είναι το στοίχημά μας, ο μυστικός μας κώδικας. Όσο καιρό κι αν σου πάρει, εγώ θα περιμένω. Δίπλα σου ή μακριά σου, όπου επιλέξεις εσύ.
Αυτό ήταν το τελεσίγραφό του. Θ’ άκουγα τ’ όνομά μου όταν θα πίστευα η ίδια πως το αξίζω. Δεν θα μου χαριζόταν ο Μήτσος μου. Προσφερόταν ως έπαθλο στον αγώνα μου, αλλά δεν άντεχε να με μοιράζεται με τον Κων/νο. Προτιμούσε να μη μ’ έχει. Κι απαιτούσε να με δει ν’ αποφασίζω.
Κι έτσι έφυγα. Μάζεψα τα μπογαλάκια μου, άφησα τον κόσμο μου και βγήκα στον κόσμο. Να με βρω, να με προσδιορίσω. Να μάθω να ζω με τον εαυτό μου ώστε να μπορώ να ζήσω μ’ αυτόν που αγαπώ.
Κι είμαι περήφανη που τα κατάφερα. Παρόλες τις ευκολίες μου και τους τραπεζικούς λογαριασμούς μου, βρίσκω πως έκανα ένα μεγάλο βήμα προς την ελευθερία. Τουλάχιστον, αναγνώρισα τους ομφάλιους λώρους μου. Κι έχω αρχίσει σιγά-σιγά να τους κόβω.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω την ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν μπορώ καν να συνειδητοποιήσω τα προβλήματα των πραγματικών ανθρώπων που ζουν χωρίς ελπίδα, χωρίς σπίτια και χωρίς δουλειές. Προσπαθώ, όμως. Μ’ όλη την εύνοια της καταγωγής μου και τη ματαιοδοξία που κληρονόμησα, προσπαθώ να δω μακρύτερα απ’ το προφανές και σερβιρισμένο. Φορές-φορές νιώθω ανόητη και λίγη. Άλλες φορές, όμως, ξέρω πως δεν είναι και μικρό πράγμα να προσπαθείς να βελτιώσεις το τομάρι σου, έστω κι αν η αιτία είναι ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Ή η κρυφή ελπίδα να τον εκπληρώσεις.
Με κρυφοκαμαρώνω γι αυτά που κατάφερα. Αλήθεια. Κάθε πρωί κοιτάζομαι στον καθρέφτη και χαμογελώ. Με γουστάρω πολύ. Και με φτύνω να μη με ματιάσω.
Αυτή θα είναι η ζωή μου από δω και μπρος. Καλή ή κακή, τουλάχιστον ξέρω πως εγώ την επέλεξα, την έφτιαξα και την υποστήριξα. Και θα είμαι ευτυχισμένη με τα καινούρια δεδομένα μου. Ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως έχω χάσει τον Μήτσο για πάντα.

ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Α1 Α2 Α3 Α4 Α5 | Β1 Β2 Β3 Β4 | Γ1 Γ2

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ | ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ | ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ

ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΗΤΣΟΣ