Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 15

15. Αρβυλοπρηξίματα Και Κορνιζοταβλιάσματα

Σκεφτείτε να σας βαφτίζανε Τρέχα Γύρευε και  νά ’σαστε κάτι σαν ψαχτήρι μαγικό. Το οποίο όμως , για νε-ραϊδοκορνίζα , μια χαρχάλω πρώτου μεγέθους παθαίνει κλαπάτσα πάνω σε ώρα λειτουργίας ολόκληρο σμπαρα-λιάζοντας από μέσα και απ’ όξω ό,τι έχει και δεν έχει. Κα-θότι συνέβαινε η κορνιζεμπλοκή τούτη πάνω σε ξεφόρτω-μα ανθρωποτσαντομπρελοσαρδελοστριμωγμένο. Πρη-σμένη σαν αρβυλάρα κανενός γίγαντα φοβερού και ξεχει-λωμένη με λαιμό γυριστό σαν στρίφωμα μπαντζακιού. Τρύπια ακριβώς εκεί που τουμπανιάζει το μεγάλο δάχτυ-λο του γιγαντοποδαριού.

Ίδια άμα λέμε ! Ένα πελώριο μποτίνι με διάθεση μέ-χρι και για χαμόγελο. Από την όλη σύσπαση. Λόγω της έ-κφρασης που φαινότανε νά ’χει πάρει μοιάζοντας η κορ-νίζα τούτη σαν ξεσολιασμένη μ’ όλη την υπερβολική δι-όγκωση. Η τρύπα στο σημείο που θα φαινότανε το μεγά-λο δάχτυλο της βρωμοποδάρας του γίγαντα λόγω του σχήματος του κάδρου όπως είχε ζαρώσει τουμπανιασμένο ήτανε η μισή πλευρά για τα σάλτα. Η άλλη μισή πλευρά ήτανε σουλουπωμένη λαιμός. Ετούτης της κορνίζας δηλα-δή πού ’χε αλλάξει όψη με αυτό τον τρόπο σαν σάπιο αρ-βυλοπάπουτσο. Το ανάγλυφο πλαίσιο του κάδρου – όλο με στρογγυλεμένες άκρες δαντελωτό μπισκότο στο σχήμα μέχρι πριν λίγο – είχε τυλίξει πλέον το υπόλοιπο μέρος της Τρέχα Γύρευε. Μοιάζοντας τόσο με χοντρόσολα όσο και με την επιφάνεια κάτω απ’ την οποία θά ’τανε σαν σε δέρμα χωμένο , άπλυτο το ποδάρι ενός γίγαντα.

Βέβαια , η κορνίζα είχε καταντήσει μια αρβυλάρα μεν , τέτοια όμως που νόμιζες ότι την έχασε ο ένας γαρ-γαντούας και την ψάρεψε κανένας άλλος. Ακόμη πιο γκα-ντέμης απ’ τον πρώην κάτοχο. Αν και σε όποιον νά ’χε συμβεί να καλοψαρέψει με πετονιά τέτοιο κελεπούρι δε θά ’ξερε να το κάνει ούτε και μια κακαβιά. Ακατάλληλη δηλαδή ακόμη και για αρβυλοψαρόσουπα. Α , ρε η κορνι-ζοτύχη η μπαμπέσα ! Η Τρέχα Γύρευε λοιπόν είχε μπλέξει και ουρανοτρανταζότανε να ξανάρθει στα ίσα της. Έβγα-ζε ένα βόμβο , κάτι σαν «μπβββ !» πρώτα και μετά έκανε «γκ-μπ-ντ-τζ» και «γκχχχκκ !!» σαν χειροκίνητο σασμάν αυτοκινήτου. Όπως και όταν ψάχνεις το πεντάλ του συ-μπλέκτη στον ανήφορο. Πώς παρκάρει η θεία σας με τη μυωπία που οδηγεί επίτηδες ; Ίδιος ήχος.

Μισοξεπέταγε τους επιβάτες η κορνίζα σε τέτοια χά-λια που λέτε , όμως μετά τους ξανάφηνε μέσα άβγαλτους. Της μένανε πίσω απ’ την έξοδο. Ε , τέλος πάντων πως έγι-νε για να μη λέμε άλλα και με εξάτμιση βουλωμένη και με ταρακούνημα σαματατζήδικο σαν χαλασμένο πλυντή-ριο σε φυγοκέντριση έφτασε από μόνη της η Τρέχα Γύ-ρευε αεροκουτσά και αεροστραβά σε συνεργείο. Με τους άλλους ακόμη μέσα. Κοίτα να δεις , τυχερή ήτανε ! Αφού έκανε μια διαδρομή ως το γιουσουρούμ με τις παλιατζού-ρες τις παλιογριεντζοσυλλεκτικές , τις προ αμνημονεύτων ετών αντίκες. Με σαράκι υπεραιωνόβιο να κάνει φασίνα στη φωλιά του , στην αντίκα πάνω.

Ακριβώς στην οδό Ατσαλοσαρδελοκονσέρβας και Παλιοσαβούρας γωνία. Έφτασε σε τούτο το δρόμο του-μπανιασμένη με άχτι και έκανε μια κατακόρυφη πτώση με στριφογύρισμα καπνιστό. Σαν τον Μπλε Βαρώνο που αερομαχούσε κάποτε. Ο οποίος πάνω στην τελευταία αε-ρομαχία το πήρε το χρώμα με τίτλο μάλιστα μετά. Διότι του άξιζε μια και γκρεμοτσακίστηκε ηρωϊκά. Έχοντας α-χνίσει μπλαβιασμένος απ’ τη δύναμη για να κρατήσει το πηδάλιο. Ώσπου έπαθε ζημιά πιλοτάροντας μόλις τον πή-ρανε τα σκάγια του εχθρού. Ο Φον Τριβόλεν. Δεν πρόλα-βε να πυροβολήσει εγκαίρως τον εχθρό του και αναχαιτί-στηκε. Σε αεροπλάνο σαν καλοριφέρ ιπτάμενο , τετρα-πλόφτερο. Μπορεί και πενταπλόφτερο. Με ένα κράνος σαν καπάκι από τσαγιερό με χερούλι σαν ξιφολόγχη απά-νω στο κεφάλι του. Μάλιστα , όπως σας τα λέω. Έτσι έ-πεσε στην οδό Ατσαλοσαρδελοκονσέρβας και Παλιοσα-βούρας γωνία και το κάδρο , τάβλα.

Έξω απ’ το κατώφλι ενός παλαιοπωλείου. «Επι-σκευές-Αναστηλώσεις ο Τέλης ο Ντούκουρας. Πληρωμές Ντούκου». Τότε βεβαίως και το είδε ο μαστρο-Ντούκου-ρας που έστεκε με μια μυγοσκοτώστρα εποχής Λουκου-μαδοβίκου δεκάτου εβδόμου. Για να καθήσει η μύγα να θαυμάσει από μόνη της. Να μην την κυνηγάει και κουρα-στεί μέχρι να τη βαρέσει όταν   τού ’σκασε στα πόδια η Τρέχα Γύρευε πρησμένη σαν αρβυλόκαδρο με τυμπανι-σμό. Αραχναντικέρ πρώτος και γνωστός τοις πάσει ο κυρ-Τέλης μόλις είδε αμέσως άνοιξε το στόμα και αναφώνη-σε ,

- Όου ντίαρ. Όου μάι γκούντνες. Να μη με λένε Ντό-ναλντ Ντάνκαν από το Ξυνοκρασοχώρι Αιτωλακαρνανίας που ήρθα για σερμαγιά στο Πορτομπέλο Ρόουντ από το Πορτομπέλο Ράφτη φασκελόπρυμνα. Μπλέξαμε πρωί-πρωί , να λιβανίσω να φύγει το πράγμα ετούτο όπως ήρθε και να πάει όξω από ’δω !

Είπε και τό ’κανε αλλά η Τρέχα Γύρευε , εκεί ! Έκα-νε «γκαχ-γκουχ !» και τρανταζότανε στο δρόμο σύγκορ-μη. Αν καί ’δειχνε για τερατοπάπουτσο πού ’θελε απολύ-μανση , την πήρε ο μπαρμπα-Ντόναλντ στα χέρια. Την ώ-ρα εκείνη εντελώς συμπτωματικά δεν πέρναγε ούτε σκώ-ρος απ’ την περιοχή. Οπότε τη μετέφερε χωρίς να προκύ-ψει άλλη αναποδιά στο βάθος του καταστήματος. Ακου-μπώντας τη πάνω σ’ ένα ξύλινο τραπεζάκι ρουστίκ εμφά-νισης και κακάσχημο. Απ’ αυτά που ξεφορτώνονται οι νύ-φες όταν ρίξει την κουβαδοκλωτσά η πεθερά. Αμ τί ; Θα τα μετακομίζουνε ;

Πήρε λοιπόν το σφυρί και άρχισε τα «ντούκου-ντού-κου» ο μαστρο-Ντούκουρας και την είχε και όρθια χτυ-πώντας τη στην πλάτη , δηλαδή στη σόλα να βήξει καλά να συνέλθει η νεραϊδοκορνίζα. Η οποία ήτανε πάντα αρ-βυλονταουλιασμένη και με στραβοκατάπημα. Μέχρι που κάπως έγινε και τό ’να του χέρι έτυχε και βούλιαξε μεσ’ τον αρβυλολαιμό. Πριν προλάβει να το βγάλει του το άρ-παξε κιόλας κάτι από μέσα. Οπότε το τράβηξε απότομα και τό ’βγαλε με χειραψία μέχρι έξω. Με τη νεράιδα ως τη μέση βγαλμένη επίσης από ’κει μέσα. Να τον χαιρετά-ει χαμογελαστή. Με μια αστραφτερή καπελαδούρα στο κεφάλι της και μια ομπρέλα σφιχτά στραμπουληγμένη με ρόγχο στη φωνή τη μπάσα όπως την κρατούσε η νεράιδα στο άλλο της χέρι.

- Α , νά ’σαστε καλά κυρ Ντάνκαν Ντούκουρά μου !

Η Λούλα χαιρέτησε τον παλαιοπώλη με το που έβγα-λε εκείνος το χέρι του απ’ το κάδρο. Καθώς η νεραϊδούλα του τό ’χε μαγκώσει με χειραψία γερή.

- Πανάθεμα το μαγαζί που γράφει τ’ όνομά μου !

Έκανε και ο Τέλης ο Ντόναλντ μόλις την αντίκρυσε.

- Τί γίνεσαι ρε Τέλη ;

Η Λουλού χωρίς καθυστερηση ξαναχαιρέτησε τον α-ντικέρ με το μικρό του όνομα για να ξαφνιάσει τον γρα-πωμένο μαγαζάτορα ώστε να υποχωρήσει και να την τρα-βήξει απ’ την κορνίζα μέχρι να έρθει έξω.

- Σαν το σκυλί στ’ αμπέλι ! Είστε ;

Ήρθε απρόσμενα η απάντηση στο χαιρετισμό της πα-ραμανονεράιδας. Μάλιστα μαζί με την κακοτυχία ο μα-στρο-Τέλης να μένει ατάραχος και  νά ’χει και τακτ με τις νεραϊδοβλάβες των κορνιζώνε.

- Η Μπόμπινγκς , ρε ! Η Λουλού ;

Είπε η νεραϊδούλα σαν να καλημεριζόντουσαν καθη-μερινά με τον μπαρμπα-Ντόναλντ. Διότι απλώς γνώριζε το που είχε βρεθεί. Η περιοχή δεν ήτανε άγνωστη για τη δαιμόνια εκείνη λελεκονεράιδα.

- Όου.

Αποκρίθηκε όπως συνήθιζε σε στιγμές που χρειαζό-τανε να δείξει παραπάνω ψυχραιμία ο κυρ Τέλης. Τον εκ-νευρισμό τον είχε σαν τα καταχωνιασμένα ρολόγια με το χαλασμένο εκρεμμές. Άπαξ και δε διορθώνεις τη ζημιά , παράτα τα.

- Όξις και ξερός ! Αμάν ρε Τέλη ! Μια ώρα θα χαιρετιό-μαστε ; Κούνα την ξεροκεφάλα σου και θυμήσου επιτέ-λους ! Να βγούμε να ξεφρακάρουμε γιατί έχουμε και δου-λειές !

Ξαναπροσπάθησε η Λουλού να εκνευρίσει τον μά-στορα. Του οποίου το χέρι δεν το άφηνε με τίποτα. Μπας και φιλοτιμηθεί χάνοντας την υπομονή του ο μαστρο-Ντόναλντ να κουνηθεί ζωηρότερα πισωπατώντας και να τη φέρει απέναντί του τελικά. Πολύ μελετημένη τακτική δηλαδή.

- Είσαι η...η...η...

Μελετημένη τακτική που δεν πρόβλεψε το συναπά-ντημα με τον κυρ Ντάνκαν που ήξερε εξ επαγγέλματος ό-τι το καλό πράγμα θέλει προσοχή. Δείχνοντας και ένα ε-ντελώς ανεπιθύμητο για την περίσταση ενδιαφέρον για να δει τι κομμάτι τού ’πεσε στα πόδια πιο πριν. Με ό,τι και αν υπήρχε μέσα που πήγαινε πακέτο.

- Ναι ρε , Τέλη !

Είπε η Λουλού κοντεύοντας να σκάσει ! Όποια και αν είχε θυμηθεί στη θέση της ο μπαρμπα-Ντάνκαν τέλος πάντων.

- Μπόμπινγκς , αν είναι ο Τέλης ο πως-σε-λένε ’σένανε-από-το-Ξυνοκρασοχώρι , τη βάψαμε !

Λέει από μέσα απ’ το κάδρο ο Δερβισοψηλολελέκο-γλου που άκουγε και μπήκε στο νόημα για το πού ’χε τύ-χει να πέσουνε. Μια και ο ίδιος τον μπαρμπα-Τέλη τον ή-ξερε κάτι λίγο. Οπότε και αμέσως συμπλήρωσε ,

Τό ’χει κουσούρι να ζορίζεται να θυμηθεί όποιον ξα-ναβλέπει. Τά ’χουμε πολλά τα ζόρια όμως ! Κάντε σβέλτα να βγούμε γιατί δε θυμάται ούτε πόσο κάνουνε οι φελλοί από τις ρετσίνες. Από τα παλιόκρασα τα συλλεκτικά , τα μισοτελειωμένα που πουλάει στους τουρίστες για δήθεν αρχαία κειμήλια καλής σοδειάς. Είναι γερόντιο αφηρημέ-νο το άτιμο ! Ρίχτου τίποτε ευλογίες πενταδάχτυλες για βοήθεια στο μνημονικό γιατί θα σαψαλιάσουμε παρο-μοίως.

- Μπράβο , καλή ιδέα !

Ξυπνάει κατά τι ευστροφότερη , νομίζουνε όλοι όταν το διαβάζουνε , η παραμανονεράιδα και του τραβάει μια ομπρελιά κατακέφαλη μαζί με φωναχτή ευχή και κατάρα. Εκατό δισκιοξόρκια σε ένα , με δυο κουβέντες. Το «στικ σποτ !». Άλλο δεν είχε. Να ταρακουνηθεί η κουρκουτο-κουτέλα του μπαρμπα-Τέλη του αντικερομάστορα του παμπάλαιου να πάρει τίποτε στροφές.

Μα ο κυρ Ντούκουρας ζαλίστηκε με τη φάπα την ο-μπρελένια , γλίστρησε και του χάλασε το στροφόμετρο. Τότε ο γάντζος της λαβής της ομπρέλας της χερουκλοκα-ρυδωμένης απ’ την κυρά της παρομοίως τον έπιασε απ’ τον αυχένα και τον παρέσυρε. Πράγμα που σημαίνει πως τους έφαγε το σκοτάδι όλους απ’ την αρχή. Φτου ή όχι , πήρε αμπάριζα και ο γερο-Ντούκουρας και έκανε αρβυλο-εκδρομή με τους άλλους.

Εκεί βρήκε , εκεί φουντάρησε. Πάλι καλά που το ξόρκι έφυγε να τριγυρίσει σαν φαγουρόσκονη στραφταλί-ζουσα και πήγε και τράκαρε πάνω σ’ ένα παλιό επιτραπέ-ζιο παιχνίδι. Ποδοσφαιράκι ήτανε πριν φάει το ξόρκι μα το τι έγινε μετά που κουκουλώθηκε με το μαγικό θα δού-με αν περιγράφεται. Μόνο κάντε λίγο πιο πέρα.

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH