Μίλα Μου Για Ξόρκια

Κεφάλαιο 3

3. Χοντρές Πλάκες Του Δάσους

Μέρος 1ον

Το «Στικ Σποτ» που βρήκε ως κατ’ εξοχήν στόχο την ομπρελάρα , δημιούργησε κάποια παραπανήσια απρόοπτα που οφείλονταν σε μια απροσδιόριστη ευρύτητα που είχε ένα τέτοιο ξόρκι αν δεν φρόντιζε εκείνος που το χειριζό-τανε να βάλει την κεφάλα του να σκεφτεί αναλόγως προ-κειμένου να αποφευχθούνε τυχόν παρενέργειες. Έτσι λοι-πόν να τι έγινε ταυτόχρονα με τη νεραϊδοκατραπακιά πού ’φαγε η ομπρέλα. Επιτόπου η σπαγγετοχιλιόμετρη η ζω-ναροφιδούκλα καθώς ήτανε μια κορδέλα ανυπολόγιστα μακριά και χιλιομπερδεμένη έγινε με μια απότομη μετα-τροπή μια παρδαλή τσαντάρα. Μεγάλη όσο οχτώ σάκκοι του μποξ στιβαγμένοι από την πλατιά τους πλευρά και τοποθετημένοι κολλητά από την ίδια πλευρά σε δυο τε-τράδες. Μια πορτοφολαροτσανταράκλα παραφουσκωμέ-νη σαν ντοματάρα γεμιστή. Απ’ όπου άρχισε να προεξέχει σε κάθε πετάρισμα που κάνανε της Λουλούκας τα μάτια κάθε φορά και άλλο αντικείμενο…
Πρώτα έκανε «φουπ !» ένα αχνό λευκό σύννεφο. Α-μέσως φανήκανε στο άνοιγμα της τσαντάρας αλλάζοντας μορφή από τό ’να πράγμα στ’ άλλο τα εξής παρακάτω πράγματα. Για αρχή εμφανίστηκε ξαφνικά στα καλά του άλσους καθούμενα ένας θηριώδης τόμος. Ο οποίος τελικά ήτανε ένας ζωντανεμένος οδομπούσουλας με μια έντονα ανάγλυφη φάτσα παχυφρύδη γεροπαράξενου στη θέση για το εξώφυλλο. Ξεφύτρωσε παμπάλαιος και ογκώδης όσο ένα εσκαμπό ύψους και πλάτους μισού μέτρου. Με μήκος λίγο πιο μακρύ από ένα τέτοιο παρά λίγο κύβο. Το ίδιο ξαφνικά εξαιτίας του λευκού νέφους προτού αυτό να διαλυθεί εντελώς , ξέσπασε σε ένα βαθύφωνο , τραχύ βή-χα που έσπαγε μέχρι και τζάμια. Κάτω από το γηραλέο ε-ξωφυλλόμουτρο τούτο πρέπει να αναστατωθήκανε καμιά πενηνταριά χιλιάδες σελίδες.
Αφού καθάρισε το λαρύγγι του που φάνηκε πεντακά-θαρα την ώρα του γκαργκανόβηχα που το έπιασε , άρχισε να γκαρίζει σαν παλιός σταθμάρχης σε αποβάθρα τρένων. Αυτά για τα οποία ξελαρυγγιαζότανε να φωνάζει ήτανε συνοικίες από τις περιοχές που υπήρχανε έτσι και βου-τούσε κανείς για να βρεθεί μέσα στους δρόμους και τα υ-πόλοιπα άγνωστα μέρη ετούτου του αγουροξυπνημένου παμπάλαιου οδικού χάρτη. Να λοιπόν τι άρχισε να βρο-ντοφωνάζει. Με ένα βρυχηθμό λιονταριού που έκανε τον άκρως εκρηκτικό λάρυγγα του τόμου δαύτου να ακούγε-ται σαν ν’ αναβλύζανε βότσαλα απ’ το ηχητικό κροτάλι-σμα το παραπανήσιο.
- Για Υπναλέικα !!!
- Όσοι είναι για Παλιό Χουζούρεμα !!!
- Ανεβείτε για Γλαρομάτικα !!!
- Επιβάτες για τις Γκαβότσιμπλες !!!
- Αναχώρηση σε τρία λεπτά , κύριοι !!!
- Όσοι πάνε για τη Γερή Ξάπλα !!!
- Άνω Αρκουδοτεμπέλικα !!!
- Κουκουλογουρλομάτικα !!!
- Ροχαλητοσπηλιές !!!
- Φαρμακομυτοπλάτανο !!!
- Γρουσουζομάτικα !!!
- Έλα κόσμος για Χασμουρητόδασος !!!
-…και για Κάτωωω Ααααρκουδοτεμπεεέλικααα !!!
Ξαφνικά η Λουλού δοκίμασε να κάνει σε ετούτο το μυστήριο κατασκεύασμα μια ερώτηση. Για να μάθει πως λειτουργεί από πρώτο χέρι.
- Πώς μπορεί κάποιος να κάνει βόλτα ;
Ρώτησε τον τόμο που γκάριζε μέχρι εκείνη τη στιγμή.
- Α , έχω βγει στη σύνταξη πιτσιρίκα ! Γουστάρεις τσάρ-κες μήπως μέχρι τα Ξαπλαργοκίνητα Ποδάρια και τις Τε-μπελοαιώρες ;
Είπε ο πρωτοφανής ετούτος ζωντανεμένος , γέρικος τόμος για χίλιους-δυο φρέσκους δρόμους και άλλες τόσες πλατείες.
- Ευτυχώς που βρέθηκε η στιγμή και βγήκα για λίγο να ξεμουδιάσω. Δεν είναι να με έχεις όμως και για πολλά σούρτα-φέρτα πια. Μ’ έχει βαρέσει κατακούτελα η αφη-ρημάδα και καταμπερδεύω τα δρομολόγια. Πάντως νά ’σαι καλά που με άφησες να πάρω μια ανάσα. Θα στο χρωστάω !
- Να…
Πήγε να πει η Λουλού , όταν ο τόμος ο πελώριος τη διέκοψε , λέγοντας βιαστικά ,
- Ώπα !!! Ώρα για αναχώρηση ! Τελευταία ειδοποίηση για Εξοχικές Ανασκελοκούνιες και για Χασμουροτάι-σμα !!!
Είπε ο τόμος απότομα. Βάζοντας αμέσως μετά και μια φωνή για να ανακοινώσει μια-δυο τελευταίες διαδρο-μές που είχε πλέον μόνο ως επαγγελματικές αναμνήσεις του παλιού , καλού καιρού.
- Α ! Ε , πώς σε λένε παππού ;
Φώναξε η Λουλού στο ασήκωτο ετούτο παχούλο βι-βλίο καθώς έσβηνε από μπροστά της. Ακριβώς τη στιγμή που το σκέπαζε ένας αφράτος , παχύς και ολόλευκος α-χνός πριν να χαθεί για τα καλά.
- Άμα βαρεθείς ποτέ , βάλε μια φωνή και ξανάρχομαι. Με λένε Δρόμο Για Υπνο !!!
Πρόλαβε να απαντήσει ο γηραλέος οδομπούσουλας στην ερώτηση της Λουλούκας. Καθώς χανότανε ήδη μέσα στο ολόλευκο συννεφάκι που σχηματίστηκε για να ξανα-ησυχάσει κάπου μέσα στην τσαντάρα. Άλλο ένα απρό-σμενο κομμάτι με το οποίο είχε επιπλέον βρεθεί εδώ και λίγη ώρα η νεραϊδούλα. Πάντως ο παππουδοτόμος εκεί-νος όσο σβέλτα εμφανίστηκε το ίδιο σβέλτα έγινε καπνός. Οπότε και ξεφύτρωσε σε μια στιγμή κάτι ακόμη πιο ασυ-νήθιστο.
Να λοιπόν που ξεπρόβαλλε τώρα ένα ιπτάμενο ακου-στικό του τηλεφώνου με δικό του σετ από ένα ζευγάρι λευκά , λαστιχένια γάντια. Τα οποία ήτανε επίσης ιπτάμε-να. Είχανε κανονικό μέγεθος για να ντύνουνε χέρι μέχρι τον καρπό. Με στρίφωμα ελαστικό και φουσκωτό χωρίς κουμπώματα. Τα γάντια τούτα σου κρατάγανε το πηγούνι ή σου ξύνανε τ’ αφτιά και το κεφάλι.
Όσο για το ιπτάμενο τ’ ακουστικό του τηλεφώνου , μέσα στο μικρόφωνο του έμενε κοριός πού ’χε δωμάτιο. Από ’κει ψιθύριζε , σιγομουρμούριζε , φλυαρούσε ή σφύ-ριζε μελωδίες στον άλλο κοριό που ήτανε μέσα στο ηχείο του ακουστικού για το αφτί και το αντίστροφο. Ετούτοι οι δυο κοριοί δηλαδή που είχανε ξαπλάρει ο καθένας στο πόστο του μπαίνανε στη συζήτηση μόλις δοκίμαζες να μι-λήσεις νομίζοντας ότι σε καλέσανε στον αριθμό του τηλε-φώνου ετούτου φίλοι σου χωρίς ποτέ να αφήνουνε συζή-τηση να μείνει σοβαρή , ρίχνοντας στο ενδιάμεσο της ό-λης συνομιλίας μέχρι και ανέκδοτα.
Σαν να λέμε η ζημιά , ε ! Νάτη πως γίνεται. Άμα κα-μιά νεράιδα ρίξει ποικιλία από ξόρκι-σαλάτα βαρύτερο του συνηθισμένου έτσι και είναι στα κέφια πάνω θα φω-νάξει απ’ έξω της «στικ σποτ !» αλλά από μέσα της μπο-ρεί να πει «βουή να σου έρθει !». Θα βουίζεις – μην ψά-χνεις για πόσο – τυμπανοηχητικώς. Κρίμα τις λοβότρυ-πες. Όχι αυτές για τα σκουλαρίκια. Τις εργοστασιακώς α-νοιγμένες από τη γέννα.
Ε , βέβαια. Έτσι και ’δω. Σ’ όποιον του λάχαινε να τον τρακάρουνε , εκείνα τα ιπτάμενα , βοηθητικά για το ακουστικό λευκά , λαστιχένια γάντια με στρίφωμα φου-σκωτό στον καρπό και χωρίς κανένα κούμπωμα , όταν δεν τον πιάνανε τα γέλια με τις φάρσες τους αρχίζανε σύντο-μα να τον γαργαλάνε μέχρι να τον πιάσει λόξυγγας. Φυσι-κά για όλα αυτά το σετ του τηλεφώνου έκανε στη Λου-λούκα μια επίδειξη. Το δείγμα εκείνη τη στιγμή πέρναγε σφυρίζοντας αμέριμνο είκοσι μέτρα μακριά της. Ο άγνω-στος τούτος διαβάτης φαντάζομαι πως θα ήτανε ντυμένος με κάτι συνηθισμένα ρούχα για τη δεκαετία του έτους 4010 στο μακρινό μέλλον.
Τώρα ακόμη και κάτι τέτοιο θα μου πείτε είναι ευκο-λότερο να το λέει απλώς κανείς παρά να το φαντάζεται. Ακριβώς εδώ λοιπόν μετά από μια γρήγορη βαθιά ανα-πνοή είναι το σημείο που είπα αμέσως «νάτηνε η στιγ-μή». Να χαρίσω δηλαδή ένα ακόμη απολύτως αντιπροσω-πευτικό δείγμα της μια για πάντα λειψής μερίδας απ’ το νιονιό πού ’χω. Κάμποση μάλιστα δεν ξέρω πως έγινε και μού ’πεσε πάνω ακριβώς σε ’κείνη την ώρα μοιρασιάς ό-λης της εξυπνάδας. Μάλιστα. Μακάρι να εκπλαγεί στο ντεφιλέ το φουτουριστικό η αφρόκρεμα της μόδας. Πά-ντως καλό θά ’ναι από τακτ να μη γελάτε καθώς θα δια-βάζετε για τα ρούχα που περιγράφονται αμέσως παρακά-τω. Διότι πολύ το φοβάμαι ότι θα γελάει και το παρδαλό κατσίκι μελλοντικώς.
Σε γενικές γραμμές λοιπόν , μια περίεργη εκδοχή της αμφίεσης του τύπου που μόλις έσκασε μύτη στο άλσος που βρίσκεται και η Λουλού , μιλώντας πάντα για το έτος 4010 να πως υπέθεσα ολομόναχος πως θά ’ναι. Ίσως να θυμίζει λίγο-πολύ , παραλείποντας αρχικά το κάλυμμα για το κεφάλι , χωρίς νά ’ναι απαραίτητα και εφαρμοστή , ό-μως αρκετά αφράτη απ’ την ειδική προστατευτική επέν-δυση στο εσωτερικό όσο και από ένα πιθανότατα τεχνητά μυώδες εξωτερικό , στολή για τους δύτες. Απλώς λέω τώ-ρα πως τό ’δα τ’ όνειρο. Ένα ολόσωμο πιτζαμομπανιερό ελαστικό , ανατομικής εφαρμογής που θα φοριέται και σαν καθημερινό κοστούμι περιπάτου τό ’δα κάτι τέτοιο.
Ε ; Όπου όλος ο κορμός , η μέση και τα πόδια θά ’ναι προφυλαγμένα από τυχόν τραυματισμούς χάρη στους δι-πλωμένους , πολύ ανθεκτικούς και έτοιμους να φουσκώ-σουνε όταν χρειαστεί , αερόσακκους του κάθε ρούχου. «Κούνια που σε κούναγε» θα μου πείτε ’σεις αλλά εγώ τη φόρα την πήρα μια πού ’χα όρεξη. Έτσι , σε κάθε τύπο ενδύματος , στο πάνω του μισό που θα καλύπτει τον κορ-μό να ποια έξτρα προδιαγραφή θα περιλαμβάνεται. Μια ειδικού τύπου λαιμόκοψη η οποία θα κρύβει μια – παρό-μοιου σχεδιασμού με των αερόσακκων – αδιόρατη σε πά-χος διπλωμένη κουκούλα. Γελάτε , ε ; Σίγουρα. Φάσκελο με πατέντα ή όχι και να ρίξατε την είχα όμως και ’γω μυαλοφούσκωμα την ιδέα. Ως ένα τέτοιο προστατευτικό μηχανισμό που αν μπορέσει κάποτε να λειτουργήσει , θα παίρνει μπρος χάρη σε κάποια μικροσκοπική , ενσωματω-μένη μονάδα ελέγχου. Τώρα όσοι μισογελάτε για το αν το φάσκελο ανοίγει γρηγορότερα , εγώ σαν οπτασία τα είδα.
Η κεντρική αυτή η μοναδούλα ελέγχου θα βρίσκε- ται , κατά τη μάπα μου , σε ένα ειδικά επιλεγμένο , δηλα-δή το πιο προσδιοριστικό σημείο όλου του ρουχισμού. Να σας πω και τις λεπτομέρειες. Σε συνδυασμό με αισθητή-ρες όπως κανένας ταχογράφος βημάτων , ακόμη και κα-νένας ανιχνευτής που θα «πιάνει» την υπερβολικά απότο-μη γωνία πρόσπτωσης κάθε σκουντουφλημένου καρμοίρη εν πάσει περιπτώση μαζί και με κάποιου τύπου βιοηλε-κτρονικούς καταγραφείς πιθανώς διαφόρων αδενικών ου-σιών για την εξακρίβωση διάθεσης ταυτιζόμενης με την κατάσταση κινδύνου από την ξαφνική κινησιακή ένταση , προστατεύοντας αστραπιαία βεβαίως μαζί και την κεφά-λα , καθένας θα σώζεται την τελευταία στιγμή από το ίδιο το μακρυβράκι του…
Αμέ. Για παράδειγμα , αυτή η κουκούλα που είπαμε πιο πριν , κατάλληλα διπλωμένη και προσαρμοσμένη στη λαιμόκοψη της κάθε παρόμοιας , τύπου κολάν και ολόσω-μης της φανελοδιαστημόβρακας , τη στιγμή που θα αι-σθάνεται κανείς ως άκρως σπαζοκουτέλικο το παραπάτη-μα , θα ανοίγει καλώς εχόντων των πραγμάτων πριν από το κεφάλι. Σε δυο μέρη. Τυλίγοντας η μισή από δαύτη την τσουτσουμίδα ολόκληρη τη μούρη πλην των χειλιών , μα-τιών και ρουθουνιών και η άλλη μισή το υπόλοιπο πίσω μέρος του μυαλοκολόκυθου , κουμπώνοντας αστραπιαία όσο και αυτομάτως τα δυο τμήματα μεταξύ τους και φου-σκώνοντας.
Επιπλέον , για το κλου , σχετικά με τις αλλαγές στο στιλ των παπουτσιών ασχέτως απ’ το σχέδιο και τον τύπο μού ’ρθε η μοναδική για τον μπαγιατεμένο κατιμά πού ’χω ξεχάσει καταχωνιασμένο στη θέση του μυαλού ιδέα νά ’ναι τέτοια στα βασικά χαρακτηριστικά όλα ώστε να βαδίζει κανείς στον αέρα έως και – το ρυθμίζω κουτου-ρού επιτόπου ε ; – τριάντα πόντους πάνω απ ’το έδαφος. Όταν κάποτε θα υπάρχουνε τέτοιας μορφής λαστιχομπόρ-δολοι για πολύ προχωρημένα ποδάρια και μαζί και ’κείνες οι μανικοπιτζαμόκαλτσες σαν των μπαλαρινώνε χωρίς τη φούστα την τούλινη διότι θα μας φλερτάρουνε και οι κα-ρακάξες οι βεριτάμπλ φωναχτά , έχω την αφέλεια να νο-μίζω πάντοτε πως θά ’ναι πλέον μια ασπίδα που κανείς α-κόμη δεν ξέρει μα μπορεί και να προστατεύει , όποιον προφτάσει να τα φορέσει , ακόμη και από πτώσεις πολ-λών μέτρων. Παρ’ όλο που έχοντας τη δυνατότητα σε α-νηφοροκατήφορους να βαδίζει κάποιος πολύ ευκολότε- ρα , καμιά άλλη ενόχληση για τα πέλματα δε θα υπάρχει εκτός ίσως από τους γκρεμούς…Αν και όπως λέει η πα-ροιμία «γίδα που τρέχει στον γκρεμό , ποτέ δεν έχει σκο-τωμό». Μακάρι και οι όρθιες οι δίποδες με τα διαστημάρ-βυλα δηλαδή.
Ε , εκείνος ο άγνωστος περαστικός λοιπόν έχοντας μια εμφάνιση ανάλογη αυτής που μόλις περιέγραψα κα-θώς γκεζέραγε μέσα απ’ το άλσος σκόνταψε εκεί που δεν το περίμενε όπως ορμήσανε επάνω του τα ολοκαίνουργια ιπτάμενα εξαρτήματα της Λουλούς. Μπας και τη διασκε-δάσουνε λιγάκι τα τσικλοξόρκια επιτέλους. Αφού γι’ αυτό βγήκε στο νεραϊδοσεργιάνι τσικλοφουσκαλοπαίζοντας. Από τούτη την αναμπουμπούλα που δημιουργήθηκε σε χρόνο μηδέν ο τύπος απόμεινε πεσμένος στο γρασίδι. Με την κουκούλα την προστατευτική ως τη στιγμή εκείνη τα-κτικά διπλωμένη μεσ’ τη λαιμόκοψη της μπλούζας του τώρα νά ’χει ανθίσει μ’ ένα «τσκαφ !» στην κεφάλα του !
Με μια λεπτεπίλεπτη , όμοια με ένα βλαστό σε πάχος τρίχας , κεραία ραδιογωνιόμετρου που είχε στην κορυφή της μια ακτινωτή φτερωτή έξι αυτόματων , οριζόντια πε-ριστρεφόμενων πτερυγίων. Φτιαγμένων από συνθετικό υ-φασμάτινο υλικό ακριβώς στην κορυφή της κουκούλας δαύτης. Το ραδιογωνιόμετρο γύρναγε ασταμάτητα ψάχνο-ντας για τυχόν κινδύνους που ίσως κάπου τριγύρω να συ-νεχίζανε να απειλούνε την ακεραιότητα του εξοπλισμένου με το ειδικό τούτο ρούχο προσώπου.
Ο τύπος αυτός λοιπόν έμενε ανασηκωμένος ενώ στη-ριζότανε στον ένα του αγκώνα ανάσκελα στη χλόη μ’ όλο τούτο το λούνα-παρκ στη κεφάλα του και με βλέμμα δι-πλογουρλωτό. Τριβελιζόμενος συνεχώς από το ιπτάμενο ακουστικό του τηλεφώνου. Χωρίς καλά-καλά και τούτο νά ’χει ξεφυτρώσει μέσα απ’ τη νεοσκαρωμένη τσαντάρα της Λουλούς μαζί με τα δυο λευκά , με το φουσκωτό στρίφωμα στον καρπό , λαστιχένια και εξίσου ιπτάμενα με το ακουστικό , γάντια.
Μια λεπτομέρεια που αφορά στο ακουστικό ετούτο του τηλεφώνου το σκέτο ήτανε μια τουρμπίνα τόση δα στο κάτω μέρος του. Εκεί δηλαδή όπου θα υπήρχε υποδο-χή για καλώδιο κάτω απ’ την καμπίνα του κοριού του μι-κροφώνου , προεξείχε μια μικρή κυλινδρική εξάτμιση που όμως δεν έβγαζε ατμούς. Μόνο μια μόνιμα αστραφτερή από λάμψεις χρυσόσκονης , ουρά. Μακριά όσο ο αντίχει-ρας ενός χεριού ενηλίκου ανθρώπου. Το ακουστικό δαύ-το , μια αντίκα από συσκευή τηλεφώνου της εποχής του 1900 , από τη Μπελ Επόκ , λες και είχε μόλις εφευρεθεί το τηλέφωνο , πέταξε κολλώντας στο αφτί του εν λόγω ζαβλακωμένου περαστικού. Μέσα από το ηχείο για τ’ α-φτί του ακουστικού ετούτου ήδη στα σκουντουφλημένα και καθόλου καλά του τύπου εκείνου καθούμενα ακουγό-τανε ήδη ,
- Εμπρός ; Ναι ; Ποιος ; Παρακαλώ ;

Σε τούτο το στραβό χωριό παπά δεν είχε κι ήρθα , δηλαδή. Αφού την ίδια στιγμή του περδικλώματος τα δυο λευκά γάντια τα ιπτάμενα γίνανε μπελάς για δαύτον τον τύπο. Το ένα πήγε και τον έξυνε στο σβέρκο και το άλλο για μια στιγμή με τον δείκτη και τον αντίχειρα του πλά-τυνε τα σοβαρά και χάσκοντα από έκπληξη χείλη του. Για να δείχνει οδοντοχαμογελαστός καθώς φωτογραφήθηκε σε χρόνο μηδέν απ’ τον κοριό του μικροφώνου. Όταν α-πότομα το ιπτάμενο ακουστικό πέρασε και έμεινε , βγάζο-ντας μια λάμψη , απέναντι απ’ τη φάτσα του τύπου.
Η εξάτμιση του ακουστικού εκτόξευσε τότε ένα λε-πτό ρολό μέσα απ’ τον αχνό χρυσόσκονης που άφηνε. Το χαρτάκι το τσάκωσε εκείνο το γάντι που σχημάτησε το χαμόγελο στη φάτσα ετούτου του μπλοκαρισμένου αγνώ-στου. Το γάντι τότε μοστράρησε ξετυλιγμένο το γυαλι-στερό χαρτί που βγήκε λες και ήτανε καλαμάκι για ανα-ψυκτικό έτσι καλοτυλιγμένο που το εκτόξευσε η εξατμι-σούλα. Ιπτάμενο πάντα , το κράτησε για λίγο να το προ-σέξει και ο απεικονιζόμενος καθώς στάθηκε αιωρούμενο απέναντι απ’ τη φάτσα του τύπου. Όταν ξαφνικά η φωτο-γραφία εξαϋλώθηκε αφήνοντας κόκκους απαλής λάμψης στα λευκά δάχτυλα του ιπτάμενου γαντιού. Μια λάμψη που έσβησε παρομοίως.
Οι δυο κοριοί του ακουστικού του τηλεφώνου , ο έ-νας μέσα απ’ το μικρόφωνο και ο άλλος μέσα απ’ το ηχείο για το αφτί αρχίσανε να πιλατεύουνε τότε τον άγνωστο. Κάνοντάς του ένα κεφάλι ίδιο με καζάνι. Ενώ είχε απο-μείνει να χάσκει γουρλωμένος με τα φρύδια του ψηλά και με μια κουκούλα στο κεφάλι του ίδια μ’ ένα βόρδονα , πρήξιμο άνευ προηγουμένου δηλαδή που θύμιζε λασπο-θεραπεία παχειά με ανεμιστηράκι στην κορυφή. Παρ’ ότι ήτανε σε χρώμα γαλάζιο στραφταλιστό.
- Τζιμ ! Έλα ! Πες ένα «γεια !»…
Άρχισε να λέει με διαπεραστική , ζωηρή φωνή ο κο-ριός του ηχείου για τ’ αφτί μέσα από τ’ ακουστικό το ι-πτάμενο. Αναστατώνοντας κατευθείαν στο τύμπανο του αφτιού τον περαστικό ετούτο τον φρεναρισμένο.
- Η γιαγιά !
- Η γιαγιά ! Έλα , έλα Τζιμ !
- «Γεια σου !» πες της !!!
Συνεχίσανε με αλλεπάλληλο τριβέλισμα οι δυο κο-ριοί να ενοχλούνε τούτο τον άγνωστο. Σε στιλ «Άλλ’ αντ’ άλλα τα μεγάλα της Παρασκευής το γάλα»...
- Μα…
Προσπάθησε να διαμαρτυρηθεί ο άγνωστος.
- Γιαγιά ! Ο Τζιμ !
- Ναι ; Τζιμ ; Εσύ ; Πού ’σαι και χάθηκες ;
- Μίλα , Τζιμ ! Η γιαγιά !! Ντροπή !!
Διατηρώντας το ρυθμό οι δυο κοριοί του ακουστικού φροντίσανε να φλομώσουνε τον τύπο με παραπάνω βα-βούρα.
-…ναι…γιαγιά…
Ψέλλισε απρόθυμα ο τύπος εντελώς αιφνιδιασμένος.
- Τζιμ , αγόρι μου ! Μετά από τόσο καιρό ! Νιώθω συ-γκίνηση ! Νά ’σαι καλά ! Πω , πω Τζιμ…ε ; Πού ’σαι ;…Τζιμ ;
- Η γιαγιά , Τζιμ !! Πες κάτι !!
Ακάθεκτοι οι δυο κοριοί του ιπτάμενου ακουστικού συνεχίσανε με απανωτές ριπές φλυαρίας να τσιγγλάνε τον τύπο.
- Εε…πολύς…
Έκανε αμήχανος ο τύπος με τη σειρά του.
- «Γιαγιά !». Ρίχτης ένα «Γιαγιά !». Τζάμπα τά ’χουμε τα «Γιαγιά !» Τζιμ !!
Φρόντισε να κρατάει ο κοριός του ηχείου για τ’ αφτί τον τύπο επίτηδες παραπάνω ζαλισμένο μήπως και ξεφύ-γει.
- …πο…πολύς…γιαγιά…
Απάντησε εντελώς σαστισμένος ακόμη ο τύπος. Εμ !Του κουτσοδόντη τυχαίνει το παξιμάδι.
- Α , μπα ; Ε !…και το θυμήθηκες τώρα ε ;
Πήρε τη σκυτάλη τώρα ο κοριός του μικροφώνου.
-…εε…
Ξέφυγε ως μοναδική όσο και άναρθρη αντίδραση στη θέση κάθε καλύτερης δικαιολογίας , απ’ τα χείλη του τύ-που μέσα σε τέτοιο καζίκι βεβαίως. Για να δούμε και πα-ρακάτω.
- Τόλμησες παλιόπαιδο και μου τηλεφώνησες μετά από τόσα χρόνια και με είπες και γιαγιά ; Αίσχος Τζιμ !! Σαν δε ντρέπεσαι !! Ακούς εκεί !! Εγώ γιαγιά !! Τζιμ εγώ στην ηλικία σου έριχνα διάνα με τη σφεντόνα σε κεφάλι καρ-φίτσας από διακόσια μέτρα και την…την…την…Τζιμ ;
Εξακολούθησε ανελέητα να τρώει τον χρόνο του τύ-που ο κοριός του μικροφώνου μέσα απ’ το ακουστικό. Τι ανελέητα. Τσάμικος ταμπάκος του έγινε μαζί με τον άλ-λονε το δίδυμο.
-…ν…αι ;
Αποκρίθηκε μηχανικά ο τύπος τελείως μουδιασμέ-νος.
- Την καρφίτσα μου παλιο-αλήτη που μου την ξάφρισες φεύγοντας !
Πέταξε μια απάντηση ο κοριός του μικροφώνου επί-τηδες για να συνεχίσει να μιλάει. Λέγοντας οτιδήποτε. Φτάνει να γινότανε γκαρίζοντας για να μένει ξαφνιασμέ-νο το θύμα. Αγάλια αγάλια κότα μου και ’ γω σε μαγει-ρεύω...
- Ποια καρφίτσα ;
Έκανε ο τύπος γεμάτος απορία.
- Να , αυτή !
Είπε στον άγνωστο ο ένας απ’ τους δυο κοριούς τού-του του ξεκαπίστρωτου – χωρίς βάση του καντράν – ακουστικού. Ενός φαντάσματος από παλιομοδίτικη τηλε-φωνική συσκευή. Όταν ξαφνικά βγήκε απ’ το μικρόφωνο ξεβιδώνοντας το καπάκι του ιπτάμενου ακουστικού ένα ντιπ τσαπράγκαλο πλασματάκι ολοστρόγγυλο και πλακέ σαν παστίλια. Μέσα σ’ ένα σκούρο ριγέ κοστούμι με λευ-κό κολλάρο. Μ’ ένα λευκό παπιγιόν επίσης. Φορώντας στα πόδια το ίδιο λευκά , φουσκωτά παπουτσάκια και έ-χοντας αφράτα και ολόλευκα , ζωηρά χέρια. Κρατώντας με τό ’να απ’ τα δυο μια καρφίτσα για πέτο σακακιού. Η οποία είχε κεφάλι στο σχήμα του τετράφυλλου τριφυλ-λιού. Κατά τα άλλα δε διέφερε σε άλλο τίποτα από μια α-πλή βελόνα.
Δίνοντάς τη στον τύπο όπως βρέθηκε ο σγρουμπός ο κοριός απ’ το μικρόφωνο του ακουστικού απ’ τη μια στιγ-μή στην άλλη πάνω στην παλάμη του ενός ιπτάμενου λευ-κού γαντιού. Τούτο το γάντι το ιπτάμενο το σκέτο βρισκό-τανε εντελώς μετέωρο απέναντι απ’ τη φάτσα του σταμα-τημένου και πεσμένου στο γρασίδι τύπου. Με τον κοριό να κάθεται πάνω στη λαστιχένια , λευκή παλάμη που έ-στεκε στον αέρα. Ναι. Βγήκε και το τζίτζιφο και παρίστα-νε το φρούτο. Ο κοριός μοστράριζε στον περαστικό την καρφίτσα λέγοντας ,
- Εδώ ρε Τζιμ ! Ξύπνα ! Πάρε ! Να η καρφίτσα !
Μετά ο κοριός αφού έδωσε στον τύπο την καρφίτσα , ξαναμπήκε στο μικρόφωνο βιδώνοντας και πάλι το καπά-κι. Συνεχίζοντας από μέσα την υπόλοιπη πάρλα. Παρατεί-νοντας την εμπλοκή στον περίπατο του αγνώστου με συ-νεργούς τόσο τον άλλο κοριό όσο και τα δυο λευκά , ι-πτάμενα γάντια που πετάγανε σαν τα προυτσαλέκια.
- Τζιμ ! Την καρφίτσα μου ! Αίσχος μικρέ !
Είπε τώρα ο κοριός του μικροφώνου αφού άραξε ξα-νά μέσα στο ακουστικό παίζοντας ακόμη το ρόλο μιας γιαγιάς ενός κάποιου Τζιμ. Κάτι ονόματα που για τον ά-γνωστο τύπο ξεφυτρώσανε πριν λίγο για πρώτη φορά μέ-σα από τούτο το παράξενο μαραφέτι. Άλλα μελετούν τα βόδια και άλλα ο ζευγάς , η κατάσταση.
- Πες της Τζιμ ότι τη βρήκες επιτέλους !
Παρενέβει εγκαίρως ο κοριός στο ηχείο για τ’ αφτί ε-τούτου ’δω του ακουστικού του ιπτάμενου εξακολουθώ-ντας τη συνήθη τακτική που απομάκρυνε σβέλτα την προσοχή του τύπου από τις σκέψεις μιας άμεσης διαφυ-γής. Από τούτο δηλαδή το μπλόκο που είχε καταφέρει να του στήσει η συμμορία το σετ από τα τζερτζελέδικα τα κουμποκλίτσια του ακουστικού που τον ζουρλοβρόνταγε.
- Τη…βρήκα !
Ξαναβάλτωσε εξαιτίας της εκτός ελέγχου υποχωρη-τικότητάς του ο άγνωστος που άκουγε τον εαυτό του να συμμορφώνεται για άλλη μια φορά. Ακριβώς όταν έπρεπε νά ’χει βρει την αυτοσυγκράτηση για να διαφωνήσει κο-φτά. Χάνοντας άλλη μια ευκαιρία για να γλιτώσει. Έ-μπλεξα στο βάτο. Μήτε πάνω , μήτε κάτω , αν έχετε κα-θόλου ακουστά.
- Ένα «γιαγιά !» δεν έριξες Τζιμ ! Πάντα ρίχνε ένα «για- γιά !». Τζάμπα είναι , είπαμε τα «γιαγιά !»…
Ο κοριός στο μικρόφωνο με ένα νέο αντιπερισπασμό ξανατριβέλησε τον τύπο για να τον αποτρέψει να εκδηλώ-σει τον εκνευρισμό του , ως συνήθως. Ώστε να τον επα-ναφέρει σε εκείνη τη μονίμως αμήχανη θέση να μαγνητί-ζεται από τις απρόβλεπτες αντιδράσεις του διδύμου τόσο των κοριών όσο και των λευκών ιπτάμενων γαντιών. Πράγμα που πέτυχε πάραυτα.
- Γιαγιά…
Είπε , λουτιασμένος ο τζες παθητικά εντελώς. Το ζα-λακιάρικο , που λένε κι οι ηπειρώτες. Όπως του βαράγανε κι αυτουνού τα δυο τα γκριτζούνια του ακουστικού , χό-ρευε.
- Ε , μα τόση ώρα έχω φάει ! Έχω μείνει με την κουβα-ρίστρα την κλωστή. Φέρτη την καρφίτσα μου για το ρά-ψιμο επιτέλους να τελειώνουμε !
Είπε τώρα ο άλλος κοριός μέσα απ’ το ηχείο του α-κουστικού. Εκεί όπου ακουμπάει το αφτί. Τούτος ο κοριός του ηχείου το καπάκι τό ’βγαλε κλωτσώντας το. Το οποίο το γράπωσε τό ’να ιπτάμενο , λευκό , λαστιχένιο γάντι. Ε-κεί απάνω , πατώντας στο καπάκι σαν νά ’τανε σε βάθρο σαλτάρησε ο κοριός που βγήκε απ’ το ηχείο του ακουστι-κού. Αντικρίζοντας στη φάτσα τον άγνωστο τύπο. Ο οποί-ος κράταγε με το χέρι λυγισμένο μπροστά του την καρφί-τσα για πέτο σακακιού. Ένα μικροσκοπικό τετράφυλλο τριφύλλι όπως είπαμε , στο χρώμα ενός πολύ λαμπερού σμαραγδιού. Καταπράσινη. Ο τύπος την είχε πάνω στην ανοιχτή του παλάμη ανασηκωμένος στο γρασίδι και αμή-χανος. Αντιδρώντας κατά το «μην κουνάς τα πόδια σου πριν ανεβείς στο γάιδαρο» όπως το πήγαινε το πράγμα.
Ο κοριός που ξεπετάχθηκε απ’ το ηχείο του ακουστικού μ’ ένα άλμα χωρίς φόρα βρέθηκε απ’ το λευκό , λαστιχέ-νιο γάντι το ιπτάμενο αμέσως στο χέρι του τύπου μόλις το γαντοπλεύρησε. Όπου η καρφίτσα έμενε ξεχασμένη στην ανοιχτή και στραμμένη προς τα πάνω παλάμη. Ο κοριός πάνω τώρα στο χαλαρό και ανοιχτό ανάσκελα χέρι του τύπου άρπαξε την καρφίτσα λέγοντας ,
- Μπαφιάσαμε να ψαχνόμαστε ! Βρίσκονται οι καρφί-τσες μας στα ξερά του καθενός !
Φάνηκε όμως ότι «την πικρή τη μελιτζάνα , πάχνη δεν την πιάνει». Οι κοριοί τον είχανε κόψει τον τύπο ότι ήτανε αντοχής στο θόρυβο δηλαδή. Στη συνέχεια ο κο-ριός μπήκε στη θέση του μέσα στο ηχείο του ακουστικού για το αφτί , σφύρηξε κλέφτικα , ήρθε το άλλο ιπτάμενο , λευκό γάντι το οποίο όλο έξυνε το σβέρκο του τύπου , πή-ρε το καπάκι που βρισκότανε στην παλάμη του άλλου ι-πτάμενου γαντιού ως την ώρα εκείνη και το βίδωσε στο ηχείο του ακουστικού που βρίσκεται στη θέση όπου α-κουμπάει το αφτί.
- Λοιπόν , Τζιμ ! Για να μην πολυλογούμε ! Λέγε γιατί μου τηλεφώνησες !
Είπε τώρα ο κοριός μόλις βρέθηκε μέσα πάλι στο η-χείο για τ’ αφτί.
- Εε…γιαγιά…
Ξεστόμισε αργά όπως χειροτέρεψε από αμηχανία , ξεχνώντας σχεδόν από πού ήρθε και που πήγαινε ο τύπος με τούτα τα μπαμπεσοσύνεργα της Λουλούς. Η οποία πα-ρακολουθούσε πνίγοντας γέλια. Αγάπαγε η Μάρω το χο-ρό , βρήκε και άντρα χορευτή , σαν να λέμε.
- Μέχρι να μου πεις έχω κεντήσει τραπεζομάντηλο , Τζιμ ! Θα μου καεί το ψητό ! Άλλη φορά νά ’σαι σβέλ- τος !
Είπε ο κοριός του μικροφώνου τώρα και ακούστηκε απότομα ο ήχος απ’ το «κλικ !» που κάνει το άγκιστρο ό-ταν κλείνει κανείς το τηλέφωνο και μένει με το ακουστικό σύξυλος στ’ αφτί ο συνομιλητής του απ’ την άλλη μεριά της γραμμής. Αμέσως όμως τούτο το ακουστικό ξανακου-δούνησε.
- Εμπρός ; Τζιμ εσύ ;
Ρώτησε απ’ την αρχή ο κοριός του ηχείου στη θέση του αφτιού τον τύπο. Άλλαξε η πάπια κι έβαλε τα σάπια...
- Για έλα , Μακ ! Τηλέφωνο !!
Είπε ο άλλος κοριός μπήζοντας τις φωνές μέσα απ’ το μικρόφωνο του ακουστικού.
- Γιαγιά ! Βρήκα την καρφίτσα !
Ξεφώνησε ο κοριός του ηχείου για τ’ αφτί με μια αλ-λιώτικη φωνή με ορεινή προφορά.
- Δε γίνεται ! Δεν είσαι ο Τζιμ ;
Ρώτησε ο κοριός του μικροφώνου τον τύπο ξανα-βγαίνοντας απ’ το ακουστικό. Με το καπάκι του μικρο-φώνου να τό ’χει φορέσει σαν καπέλο ο κοριός ενώ το κράταγε με τα δυο του χέρια.
- Μα , όχι !
Απάντησε ο μπλοκαρισμένος περαστικός. Έκαν’ ο κόκκορας αβγό και δεν είχε που να το βάλει , έγινε σβέλ-τα όλη η φασαρία.
- Τζο…Πες του Τζιμ ν’ αφήσει τ’ αστεία γιατί ο…
- Μπομπ !
Συμπλήρωσε δίνοντας το μικρό του όνομα ο άγνω-στος τύπος στους κοριούς.
-…γιατί ο Τζιμ-Μπομπ από ’δω ήρθε έτσι στο πάρκο και εγώ νόμιζα πως ήτανε πρόβα. Για να δω αν θυμάμαι πως θα ήτανε ο Τζιμ στη φάτσα αν τον είχα εγγονό. Λες και θα θυμόμουνα δηλαδή πως θά ’μοιαζε ο Τζιμ αν ήτα-νε εγγονός μου ! Εδώ που τα λέμε , σίγουρα ο Τζιμ δε θά ’τανε ποτέ εγγονός μου. Δε θυμάμαι νά ’χω εγγονό δηλα-δή…
Από μυαλο-ισάδα οι κοριοί ήτανε , τι να σου πω. «Σ’ όλα τα σπίτια ένας τρελός , στο δικό μας όλοι». Αφού ξα-νακούμπωσε το καπάκι της καμπίνας της η μικροφωνό-ψειρα ξανάπιασε την κουβέντα με την άλληνε. Το ακου-στικό ήτανε όλη την ώρα κολλημένο στο αφτί ετούτου του απότομα σταματημένου πεζού που έτυχε να δοκιμά-σει να διασχίσει εκείνο το άλσος.
- Μακ , ο γιατρός σού ’χει πει να κάνεις συχνά πρόβες για να δεις πως θά ’τανε άμα θά ’χες εγγονό τον Τζιμ και ξεχνούσε να σου δώσει πίσω την καρφίτσα σου !
Απάντησε ο κοριός του ηχείου για τ’ αφτί τώρα σ’ αυτόν που άραξε ξανά μέσα στο μικρόφωνο.
- Πώς τό ’πες ;
Ρώτησε γεμάτος έκπληξη ο τύπος τον κοριό του ηχεί-ου στο αφτί μόλις άκουσε την απάντηση. Άλλα λέει η θειά μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου. Κανονικά. Τι. Έτσι το λέμε ;
- Ξέχνα τα φίλε. Άμα πολυκάθεται ο κόσμος βασανίζε-ται ! Δε βλέπεις ; Δηλαδή δεν τό ’χουνε σε τίποτα μερικοί να κοψοχολιάζουνε και περαστικούς για να τους πιάσουνε την πάρλα !
Έριξε ο κοριός του αφτιού ένα εξωφρενικό υπονοού-μενο για όλο αυτό το τρομερά μεγάλο θράσσος. Από το οποίο δήθεν ένιωθε ο ένας κοριός ότι έπασχε ο άλλος λό-γω αφόρρητης πλήξης. Όταν κατευθείαν τούτος ο άλλος κοριός μέσα απ’ το μικρόφωνο του ακουστικού απάντησε με τη σειρά του αφήνοντας τον τύπο να ακούει αμέτοχος όσο και αμήχανος και τους δυο κοριούς ,
- Οι περαστικοί φταίνε που μας κάνουνε να νομίζουμε ότι βγαίνουνε απ’ την πόρτα του σπιτιού τους για να τους ενοχλούμε ώστε να μη βαριούνται ! Φίλε μου , συγνώμη. Ορίστε η καρφίτσα σου !
Είπε λοιπόν ο κοριός του μικροφώνου στον τύπο πού ’χε στο αφτί του κολλημένο για τόση ώρα τούτο το ακου-στικό του τηλεφώνου το μυστηριώδες. Γλώσσα παπούτσι οι δυο οι κοριοί οι ανεμοστρίφουλες , μυαλό κουκούτσι και ο τύπος δαύτος που σκόνταψε και ξεχάστηκε πεσμέ-νος καθώς πέρναγε από ’κείνο το άλσος. Με τό ’να λευ-κό , λαστιχένιο και επίσης ιπτάμενο γάντι να κρατάει του τύπου το πηγούνι και τ’ άλλο γάντι να του πιάνει απλωτό τον αυχένα. Όταν κατευθείαν ξεπρόβαλλε μια καρφίτσα απ’ αυτές πού ’ναι για στριφώματα στο ράψιμο.
Μέσα από μια απ’ τις πεντέξι τρυπίτσες που είχε το καπάκι από το μικρόφωνο ετούτου του ακουστικού. Ο τύ-πος ένιωθε την καρφίτσα να του τσιμπάει το μάγουλο ε-λαφρά και μόλις μετά από τέσσερις επαναλήψεις από το ίδιο τσίμπημα που γίνανε επίτηδες για να εκνευριστεί , τον άφησε ο δράστης της σκανταλιάς , δηλαδή ο κοριός μέσα από το μικρόφωνο να εκτονωθεί.
Αφού ο τύπος λοιπόν μπόρεσε να δει τι ήτανε αυτό που τον πιλάτευε από το καπάκι του μικροφώνου , μόλις απομακρύνθηκε από αυτό καθώς διαφορετικά θα τό ’χε συνεχώς κολλημένο στο μάγουλο , άρπαξε τελικά την καρφίτσα. Μένοντας με σμιχτά τα φρύδια του να την κοι-τάζει θυμωμένος. Τότε το ένα λευκό γάντι , αυτό που πριν λίγο του κρατούσε το πηγούνι , του την άρπαξε και το ίδιο ξαφνικά μέσα σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση ηρε-μίας του την ξαναπρόσφερε μέσα στην ιπτάμενη , λευκή γαντοπαλάμη. Η οποία βρισκότανε τώρα μετέωρη απένα-ντι από την τελείως απορημένη φάτσα του τύπου. Εκείνος είδε την καρφίτσα μπροστά του και ξέσπασε ,
- Δεν είναι δική μου η καρφίτσα !!
- Ε , λοιπόν ο γιατρός έχει δίκιο ! Ούτε που το θυμό-μουνα !
Απάντησε ο κοριός του μικροφώνου. Αμέσως έβγαλε ξανά περνώντας τη και τούτη από άλλη τρυπίτσα του κα-πακιού μια ακόμη , ολόιδια όμως , κοινή καρφίτσα των ειδών ραπτικής.
- Να η δική σου !
Συμπλήρωσε τότε ο κοριός.
- Ούτε αυτή είναι δική μου !!
Απάντησε βράζοντας ακόμη ο αιφνιδιασμένος όλη αυτή την ώρα περαστικός. Σ’ έναν δίνουν και δεν παίρ- νει , άλλο δέρνουν και δε φεύγει παίζανε όλοι μαζί φαίνε-ται...
- Αν δεχτείς να πάρεις επιτέλους αυτή την καρφίτσα θα με γλιτώσεις από ένα σωρό πρόβες ! Για κράτα τη λίγο !
Του είπε πεισματάρικα με τη μισή καρφίτσα να εξέ-χει απ’ το καπάκι του μικροφώνου ο κοριός που έμενε ε-κεί μέσα. Το γάντι το λευκό πού ’χε αράξει στο σβέρκο του τύπου πήρε τη νέα αυτή καρφίτσα στη γαντοπαλάμη και ήρθε αντίκρυ από τ’ άλλο λευκό , ιπτάμενο γάντι που παρομοίως έστεκε στον αέρα , μπροστά απ’ το πρόσωπο του τύπου.
- Εε ;
Σάστισε για τα καλά ο τύπος με τα δυο λευκά , ιπτά-μενα γάντια απέναντι απ’ τα μάτια του δυο βήματα με τις καρφίτσες μέσα στις παλάμες τους.
- Την καρφίτσα !
Τον τριβέλιζε ο κοριός μέσα απ’ το μικρόφωνο.
- Μα , πηγαίνω στο…
Προσπάθησε να δικαιολογηθεί ο τύπος. Σκόρδα στα μάτια του και αυτουνού...Σαν πεθάνω από συνάχι , φά-σκελα η πανούκλα νά ’χει έμοιαζε από έκφραση η φάτσα του.
- Κράτα ! Τελειώνουμε !
Του πήρε του κορόιδου ό,τι είχε ρέστο από τον αέρα διακόπτοντάς τον ο κοριός του ηχείου στο αφτί του ακου-στικού. Δε τα βλέπεις βρε κεφάλα που ’ν’ αλλιώτικα από τ’ άλλα , τον είχανε τον Μπομπ οι τηλεφωνόψειρες οι δυο.
- Καλά…
Υποχώρησε , απαντώντας ασυλλόγιστα και ο τύπος καθώς έπαιρνε την καρφίτσα απ’ το γάντι εκείνο που ήρθε μπροστά του τελευταίο. Τον παρλαντίσανε οι κοριοί.
- Τζιμ-Μπομπ , ευχαριστώ για την καρφίτσα ! Α , τώρα τα θυμάμαι ! Σού’ δωσα την καρφίτσα σε μια στιγμή ό-πως ερχόσουνα ! Μα ακόμα δε θυμάμαι αν αυτή εκεί που κρατάς ήτανε δική σου ή δική μου ! Πάρτη Τζιμ-Μπομπ καλύτερα και άντε στο καλό γιατί δε θυμάμαι τίποτα ! Χαιρετισμούς στη γιαγιά σου !
Είπε στον τύπο ο κοριός του μικροφώνου. Στεφάνω-σε και μπλέτσωσε και βάφτισε και φεύγα , το κοριοκόλ-πο.
- Αν ήτανε δική σου η καρφίτσα εσύ τί θά ’κανες ;
Ρώτησε τον κοριό στο μικρόφωνο ο τύπος από περι-έργεια. Κάλλιο ένα καλό χουζούρι παρά της δουλειάς το νταβαντούρι...Φως φανάρι το παλληκάρι.
- Θα στην ξανάδινα Τζιμ-Μπομπ ! Εννοείται !
Απάντησε στον τύπο ο κοριός του μικροφώνου.
- Ε , τότε την παίρνω και φεύγω !
Προσπάθησε να βάλει ένα τέλος σε όλη αυτή τη συν-εννόηση ο τύπος. Καλά. Άρμεγε και κούρευε και τρώγε και πασάλειβε.
- Δική μου είναι γιόκα μου η καρφίτσα !
Ξανάπε ένας κοριός , του ηχείου για τ’ αφτί τούτη τη φορά. Που να τους φρενάρει κανείς που έβγαζε το στόμα τους την αρλούμπα σαν γαζέπι. Δηλαδή , νεροποντή τα κουροφέξαλα.
- Ε , τότε πάρτηνε ! Ορίστε !
Την έδειχνε στο τίποτα κρατώντας τη με τον αντίχει-ρα και το δείκτη του χεριού του ο τύπος όπως την πρόσ-φερε σε κάποιο φανταστικό κάτοχο που τον άκουγε μόνο. Τί λέμε τόση ώρα ; Εννιά λογιών φαΐ , όλο κολοκύθι.
- Δε βαριέσαι γιόκα μου ! Πού να την κουβαλάω…Κράτα τη και μου τη δίνεις άλλη φορά !
Ξαναποκρίθηκε στον τύπο εκείνος ο κοριός μέσα απ’ το ηχείο για τ’ αφτί. Δηλαδή , τι χοντρό κεφάλι πού ’χεις , με στενεύει η σκούφια σου.
- Μα , δε τη θέλετε ;
Ρώτησε ο τύπος. Ναι. Παστρική , καλή η Θοδώρα , το τσαρούχι μεσ’ την πίτα. Αντί να ξεμπερδεύει , άρχισε τις ευγένειες.
- Τη θέλω Τζιμ-Μπομπ αλλά δε θυμάμαι η καρφίτσα που κρατάς τώρα αν είναι δική σου , δική μου , μου τη χαρίζεις ή σου τη δάνεισα.
Απάντησε στον τύπο που καθότανε και άκουγε τους κοριούς παρ’ όλα αυτά για τόση ώρα , εκείνος απ’ τους δυο που υπήρχε μέσα στο ηχείο για τ’ αφτί. Δηλαδή ανοί-ξανε μια χαρά κουβέντα. Σαν τη γίδα το ψαλίδι. Αλλά ;
- Δική σας είναι η καρφίτσα !
Βεβαίωνε κιόλας ο τύπος τον κοριό που ξάπλωνε μό-νιμα μέσα στο ηχείο για τ’ αφτί του ακουστικού. Δεν πα’ να βεβαίωνε. Αλί απ’ τον Αλή πού ’χασε τ’ άλογό του και πιλαλεί.
- Εσύ την κρατάς Τζιμ-Μπομπ , πάντως. Πού ξέρω ’γω αν δεν είναι γρουσούζικη ;
Δηλαδή το πηγαίνανε το νταβαντούρι κατά «το δικό σου δε το θέλω , το δικό μου δε τ’ αφήνω». Έτσι επέμενε να τσιγκλάει ο κοριός που έμενε πάντοτε μέσα στο ηχείο του ακουστικού για το αφτί. Μιλώντας κατευθείαν μέσα στο τύμπανο του αφτιού ’κείνου του άμοιρου του τύπου που τον άκουγε.
- Μα , πάρτε τη επιτέλους !
Ύψωσε τον τόνο της φωνής του στον κοριό και ο τύ-πος. Τί λέμε όμως συνέχεια ; Σούπα η κουβέντα όλη. Κο-ριός κάνει με άνθρωπο ;
- Α , μπα ; Σε λίγο θα πουλάμε έτσι όπως πάμε και τη φανέλα που φοράμε !
Απάντησε τώρα στον άγνωστο περαστικό το τηλεφω-νοτσιμπούρι το ένα που υπήρχε μέσα στο ηχείο για τ’ α-φτί. Αν μπορούσε μάλιστα κάποιος να κάνει μια μεγέθυν-ση εκεί μέσα να πως έμοιαζε όλο το περιβάλλον. Μια γουστόζικα ντυμένη μα όλη και όλη μια παστίλια στην ό-ψη ήτανε ξάπλα πάνω σε μια μαξιλάρα. Με τα πόδια σταυρωτά τεντωμένα και τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι. Φορώντας ένα σκούρο ριγέ κοστουμάκι με λευκό γιακα-δάκο , μαύρο κορδονάκι για λαιμοδετούλη , παχουλούλι-κα , λευκά παπουτσάκια , λευκό καπελουδίνι τεξανούλη κτηματία υπερβολικά πλατύγυρο και το ίδιο λευκά στα χέρια του γαντουλίνια. Μάλιστα έκλεινε πονηρά στον εαυτουλίνο του και το ματουλίνι του.
- Πετάω την καρφίτσα σας και φεύγω !!!
Είπε καθώς εκνευρίστηκε , τόση ώρα βρισκόμενος έ-τσι εκεί ο σιουμπερδέκας ο σταματημένος περαστικός. Α-πό την όλη ενέδρα τη φαφλατάδικη το μόνο που δεν έβλε-πε ήτανε ο ίσκιος μπάρμπας.
- Μη ! Δεν κάνει ! Δώστε τη σ’ εμένα !
Ξεφύτρωσε δε πάνω στο άλλο γάντι και ο κοριός του μικροφώνου και μπήκε στην κουβέντα. Φορώντας και τούτος ίδιο καπελουδίνι με τον κοριό του ηχείου για τ’ α-φτί. Έχοντας αλλάξει και το λευκό παπιγιονιδουνάκι με έ-να ίδιο λαιμοδετούλη από μαύρο κορδονουλίνι. Ήτανε δηλαδή ο κοριολινούλης του μικροφώνου τώρα φτυστός ο άλλος κοριολινουδινάκος του ηχείου για τ’ αφτί.
- Ορίστε !!
Του έδωσε κατευθείαν ο τύπος την καρφίτσα που κρατούσε.
- Να , πάρε Τζιμ-Μπομπ και ’συ αυτά !
Έδωσε στον τύπο ένα κουβάρι πράγματα και ο κο-ριός του μικροφώνου.
- Τί ’ναι τούτα ;
Ξαφνιάστηκε ο τύπος που τα πήρε αμήχανα στο ένα του χέρι.
- Δυο τρύπιες κάλτσες , ένα καρούλι με κλωστή και μια βελόνα για μαντάρισμα. Σαν αντάλλαγμα Τζιμ-Μπομπ για ’κείνη την καρφίτσα που μού ’δωσες.
Εξηγήθηκε ο κοριός του μικροφώνου με φυσικότητα. Από μήλο ως αβγό , να κυρά , λουκάνικο τα σερβίριζε τα διάφορα.
- Πού τα βρήκατε όλα αυτά ;
Ρώτησε ο τύπος και τους δυο κοριούς. Τους κοστου-μαρισμένους τούτους δίδυμους απατεώνες μεταμφιεσμέ-νους σε δίδυμους τεξανούς βασιλειαδουλίνους των πετρε-λαίων.
- Τις κάλτσες τις έβγαλε ο Τζο απ’ τα ποδάρια σου Τζιμ-Μπομπ , πού ’χει το τσαρδί του στο μικρόφωνο από την ώρα που σε πετύχαμε ! Οπότε μια και οι φτέρνες έχουνε τρύπα καλό θά ’τανε να τις έραβες !
Απάντησε στον τύπο ο Μακ , ο κοριός του ηχείου για τ’ αφτί. Ράβε ξήλωνε , δουλειά να μη σου λείπει...
- Οι κάλτσες μου !
Τι κι αν σε δέρνουν δεκατρείς αν δε σε δέρνει ο νους σου. Γούρλωσε ο τύπος τα μάτια του καθώς κατάλαβε τι κράταγε στο χέρι του στον αέρα όρθιος απότομα μετά α-πό τόση ώρα. Χάρη στα παπούτσια που ίσως να γουστά-ρουνε περισσότεροι να φοράνε από όσους θα ζούνε στο έτος 4010 στο μέλλον. Με τα παπούτσια δαύτα του τύπου νά ’χουνε μυστηριωδώς βγει και ξαναμπεί στα πόδια του όσο ήτανε πεσμένος στη χλόη απ’ τον αλαφροχέρη τον κοριό που κατά τα άλλα άραζε μέσα στο μικρόφωνο. Ο οποίος και αφαίρεσε απ’ αυτά τα ποδάρια , πάντα ετούτου ’δω του τύπου και τις κάλτσες και του τις έδωσε για να τις μπαλώσει. Τούτος ήτανε ο κοριός ονόματι Τζο.
- Έχω εδώ και κάτι άλλες κάλτσες Τζιμ-Μπομπ ! Χωρίς τρύπες ! Μήπως είναι αυτές ; Για δες !
Είπε τώρα ο Τζο λοιπόν , που κανονικά λούφαζε στο μικρόφωνο. Καθώς έδινε στον τύπο τα ίδια τσουράπια που ειδάλλως νόμιζε μέχρι ετούτη τη στιγμή ότι φορούσε πάντα στα πόδια του τα δυο με τις τσαβάτες που είχανε αερόσουστες.
- Ναι , αυτές είναι !
Παραδέχτηκε ο τύπος με το σκουτί το αστροναυτένιο που είχε μείνει στον αέρα με ’κείνα τα παπούτσια που δεν καταδεχόντουσαν να πατήσουνε με τίποτα στη γη έτσι ό-πως ήτανε φτιαγμένα. Για να μην ανησυχούνε δηλαδή ού-τε και τα κατακαημένα τα παπουτσάκια τα ίδια από τυχόν συναπαντήματα με τίποτε βρωμούσες. Άσε που δεν θα υ-ποφέρανε στο εξής από το μόνιμο ντελίριο που το είχανε γενετική πληροφορία στα γονίδια για αιώνες και όλα τα ταλαίπωρα τα μυρμηγκάκια. Έχοντας καταμπαφιάσει τό-σο καιρό να ματαξανατραβάνε τις κεραίες τους από τα ανθρωποποδοβολητά τα ατζαμήδικα.
- Ε , τότε οι τρύπιες Τζιμ-Μπομπ θά ’ναι δικές μου ! Μου τις δίνεις σε παρακαλώ ;
Ξανάπε στον τύπο ο Τζο , ο κοριός από το μικρόφω-νο. Πάνω στο λευκό γάντι με την πρώτη καρφίτσα. Από ’κείνες που χρησιμοποιούνται στο ράψιμο. Την οποία και κράταγε κιόλας ο μικροφωνοκοριός σαν μπαστούνι.
- Ορίστε !!!
Πρόσφερε σε τούτο ακριβώς τον ζαλαδοκοριό απότο-μα τις κάλτσες ο τύπος όλος νεύρα.
- Τζιμ-Μπομπ ! Κράτησε για λίγο την καρφίτσα σου !
Είπε τώρα ο Τζο , ο κοριός από το μικρόφωνο. Πάντα με τρομερή αναισθησία στη φωνή. Ο οποίος έδινε την καρφίτσα πού ’χε ως τότε σαν μπαστούνι στον τύπο.
- Δική σου είναι !!!
Γρύλλησε στον κοριό του μικροφώνου ο τύπος έξαλ-λος. Έπεσε το λάδι μας μεσ’ τη μαγειριά μας... Μόνο που δεν άχνισε όπως τού ’ρθε και φουρκαλιάστηκε.
- Ε , άντε φέρτηνε την καρφίτσα ρε Τζιμ-Μπομπ και θα τη χάσω ! Όλο αυτή ψάχνω ! Ξέρεις πόσες φορές μου έ-χουνε δανείσει οι περαστικές γιαγιάδες τη δική τους και τους λέω ότι είναι δική μου ;
Σούφρωσε ο μικροφωνοκοριός την καρφίτσα ενώ α-παντούσε δήθεν ενοχλημένος στον αιφνιδιασμένο άγνω-στο.
Τότε ήτανε η στιγμή που βραχυκύκλωσε και το θύ- μα , που λεγότανε Μπομπ. Είχε χάσει πια την υπομονή του ο τύπος. Δηλαδή είπε στους κοριούς πολύ δυνατά για να μην μένει άλλο στην παγίδα δαύτη πιασμένος ο Μπομπ.
- Δεν είμαι ο Τζιμ-Μπομπ !!!
- Δεν είναι σίγουρο !!!
Απαντήσανε όμως στον τύπο ετούτο γκαρίζοντας α-μέσως και οι κοριοί. Μαντζουράνα στο κατώφλι , γάιδα-ρος στα κεραμίδια , η φλυαρία. Με τον Μακ πάνω στο καπάκι του ηχείου για τ’ αφτί που βρισκότανε στη μία λευκή γαντοπαλάμη την πάντοτε μετέωρη μπροστά απ’ τον απαυδισμένο απ’ όλα αυτά τύπο. Όσο για τον Τζο , τον κοριό μέσα στο μικρόφωνο από αυτό το ιπτάμενο σετ του ακουστικού είχε βγει και στεκότανε κιόλας – πού αλ-λού ; Στην άλλη λευκή γαντοπαλάμη , πλάι σ’ αυτή του Μακ. Μαζί και τα δυο τούτα γάντια με τους κοριούς στο σχήμα κοστουμαρισμένης αναβράζουσας παστίλιας για φαρυγγίτιδα νά ’χουνε βρεθεί κατάφατσα από τον μπαϊλ-ντισμένο και έξαλλο τύπο.
- Αφού δε θυμάστε τίποτε !!!
Παίξανε τα μάτια του εξαγριωμένου αγνώστου δεξιά και αριστερά κοιτώντας εναλλάξ πάνω σε κάθε ιπτάμενο , λευκό , λαστιχένιο γάντι από ένα κοριό του μετέωρου α-κουστικού ενώ τους απαντούσε.
- Τζιμ-Μπομπ !! Καλά που το κατάλαβες !!
Του απαντήσανε σαν μια φωνή ξανά και οι δυο κο-ριοί μαζί.
- Τζο , ο Τζιμ-Μπομπ φεύγει !
Είπε ο Μακ , ο κοριός που κατοικούσε στο ηχείο για το αφτί κάνοντας νόημα στον άλλο του μικροφώνου πως ήτανε ώρα να ξαναμπουκάρουνε στις θέσεις τους μέσα στ’ ακουστικό. Κάτι που έγινε εν ριπεί οφθαλμού και ξα-νακουμπώσανε από ’να καπάκι τα γάντια τα ιπτάμενα. Τότε ο Μακ μέσα από το ηχείο του ακουστικού για το α-φτί με ύφος εντελώς φυσικό ξανάπε στον τύπο που ήτανε πλέον όρθιος τριάντα πόντους απ’ το έδαφος καθώς το ι-πτάμενο ετούτο ακουστικό απότομα από μόνο του ξανα-κόλλησε στ’ αφτί του ,
- Τζιμ , πες ένα γρήγορο «Γεια !» στη γιαγιάκα που δε θα σε ξεχάσει εύκολα τώρα πού ’δωσες πίσω την καρφί-τσα !
- Α , μα !!! Φταν…
Πήγε να διαμαρτυρηθεί ο τύπος δοκιμάζοντας να σμπαραλιάσει τούτο το ανυπόφορο ιπτάμενο ακουστικό του τηλεφώνου. Όμως δεν πρόλαβε. Αμέσως τα δυο λευ-κά , ιπτάμενα γάντια αρχίσανε να τον γαργαλάνε στα πλευρά και τις μασχάλες κάνοντάς τον να ξεσπάσει σε δυ-νατά και ασταμάτητα γέλια.
- Τι καλ-Ο-ξυγκας…ααα…κούς εκεί…κλ-Ο-ξυγκ-Α-ρφ-Ι-τσα !!!
Ήτανε ό,τι μπόρεσε να αρθρώσει ο μπαρλακιασμένος ο τύπος που απομακρυνότανε μισοδιπλωμένος και άκρως τραμπαλιζόμενος. Λες και φορούσε πατίνια περπατώντας με τα φρένα στις μύτες των ποδιών έτοιμος να ξαναπέσει από στιγμή σε στιγμή. Ενώ ήδη το καθένα λευκό γάντι έ-κανε από μια σβέλτη χειραψία με την επίσης ξεκαρδισμέ-νη στα γέλια Λούλα. Γρήγορα επέστρεψε όλο το σετ του ακουστικού του τηλεφώνου για να ξαναμπεί στην τσαντά-ρα. Μάλιστα , μέσα απ’ το μικρόφωνο του ακουστικού , ακριβώς πριν κάνει τελευταίο μια βουτιά κατά την τσά-ντα , ο Τζο , ο κοριός του μικροφώνου είπε ,
- Ο Τζιμ-Μπομπ γιαγιά : Δεν έχεις μόνο χαιρετίσματα ! Σου έρχεται χοροπηδηχτός !
Έτσι , εξαφανίστηκε μέσα στη φρέσκια ετούτη καλα-μπουρογαργαληθροτσαντοβαβούρα όλο το σετ του ακου-στικού μαζί με τους δυο κοριούς και τα δυο λευκά τα γά-ντια. Στη συνέχεια ; Ε , μόλις χαθήκανε και δαύτα απ’ το άνοιγμα της φαρσοκολπατζομαγαζότσαντας ετούτης της πελώριας φάνηκε μετά κάτι άλλο παρομοίως μυστήριο. Αφού όμως μας προέκυψε και τούτο το επόμενο το τσα-νταροκόλπο ως ένα ακόμη από τα παράξενα και ωραία ας το φυλάξουμε για αργότερα. Για να το απολαύσουμε κα-λύτερα , ας κάνουμε πρώτα ένα διάλειμμα για να επιστρέ-ψετε και ’σεις στην ανάγνωση δριμύτεροι και ξεκούρα-στοι. Βέβαια. Όπως θα σας έκανα με όλα αυτά τo κε-φάλι…

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΓΙΑ ΞΟΡΚΙΑ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

ΑΡΧΙΚΗ | ΒΙΒΛΙΟ | ΒΙΒΛΙΑ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ | ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΑ | ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ | ΝΕΑ | ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ | LINKS | ENGLISH