Ο ΒΙΒΛΙΟΦΑΓΟΣ

Bibliofagos o tourkofagos

Τα βιβλία αν το σκεφτείτε είναι συνδεδεμένα με τις περισσότερες πλευρές της ζωής μας (ναι, για μας μιλάω που μας αρέσουν τα βιβλία). Αύριο μπαίνει επίσημα το καλοκαίρι και κάποιοι όπως είναι λογικό, προγραμματίζουν ήδη τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Μα αν δεν διαλέξεις τα κατάλληλα βιβλία για να συντροφεύουν σε αυτή σου την απόδραση σου από την καθημερινότητα, τι διακοπές θα είναι αυτές; Έτσι κάνει ο κάθε νοήμων και λογικός άνθρωπος. Σήμερα διάλεξα να σας μιλήσω για τις επιλογές βιβλίων που έκανα προγραμματίζοντας ένα ταξίδι μου στην Τουρκία και την Συρία πριν από μερικά χρόνια. Η αφορμή φυσικά είναι η επικαιρότητα. Οι πάντα επίκαιρες παραβιάσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο (όπως και οι μόνιμες διεκδικήσεις της άλλωστε). Αλλά και οι πολλές συζητήσεις που γίνονται για τις υποψηφιότητες για την τοπική αυτοδιοίκηση στην Θράκη.
Όλα ήταν κανονισμένα. Εισιτήρια, χάρτες, διαδρομές, η απόφαση είχε παρθεί. Στην Τουρκία θα διαθέταμε μόνο μιάμιση μέρα και αυτό με το ζόρι. Ο στόχος ήταν η Συρία. Μέσα στο βαρύ κλίμα μετά τα γεγονότα των Ημίων, οι επιλογές μου ήταν λίγο αυστηρές. Καταρχάς δύο βιβλία του Φωτιάδη. Το Μεσολόγγι και τον Κανάρη και τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη τα πήρα μαζί μου για να με κρατάνε σε σταθερή αντιτουρκική διάθεση. Το “Συμπόσιο” του Πλάτωνα σαν μπαλαντέρ και μερικά λογοτεχνικά, εκδόσεις εκείνου του καλοκαιριού.

Και νάμαστε στη Χίο να περιμένουμε το καραβάκι για το Τσεσμέ. Η παρέα μου ήταν απόλυτη, βγάζουμε οτιδήποτε ελληνικό διακριτικό από τις μηχανές. Έτσι και έγινε. Η πρώτη μου έντονα συναισθηματική στιγμή ήταν όταν αντίκρισα την Σμύρνη (που μου θύμισε πολύ την Θεσσαλονίκη). Αλλά δεν δώσαμε και πολύ χρόνο στις σκέψεις γιατί πατήσαμε γκάζι. Τα χιλιόμετρα ήταν πολλά μέχρι την Συρία. Το εσωτερικό της Τουρκίας στη διαδρομή μας ήταν ένα εύφορο οροπέδιο. Τα χωριουδάκια μου θύμιζαν έντονα ελληνική επαρχία του 70 (απλά αφαιρέστε την εκκλησία και βάλτε στην θέση της ένα Τζαμί). Κάτι η δική μου απειρία στα μεγάλα ταξίδια, κάτι η κούραση, κάτι το τοπίο που μας χαλάρωνε τελικά κάναμε μια διανυκτέρευση πιο γρήγορα από ότι υπολογίζαμε. Εντυπώσεις πρώτης μέρας . Οι άνθρωποι που συναντάμε είναι απόλυτα φιλικοί και εξυπηρετικοί παρόλο που δεν γνωρίζουν λέξη αγγλικά. Μας περνάνε για Γερμανούς (όλη η υπόλοιπη παρέα ήταν ανοιχτόχρωμοι), και εμένα για Τούρκο μετανάστη που έχει έρθει διακοπές στην πατρίδα με τους γερμανούς φίλους του. Όταν μετά κόπων και βασάνων τους λέμε ότι είμαστε Έλληνες (ελλάς,ελλάδα,γκρις,γκριχελαντ,γιουνάν, γιουνανιστάν) ένα χαμόγελο απλώνεται στα πρόσωπά τους, αλλά μάλλον αμήχανο. Το βράδυ διαβάζω με ποιο τρόπο ο Κανάρης έκαψε την Τούρκικη Ναυαρχίδα. Η άλλη μέρα ξεκινάει ευχάριστα αφού όπου και να περνάμε όλοι μας χαιρετάνε. Και ξαφνικά βρισκόμαστε στην θάλασσα. Ως γνήσια τέκνα της φυλής είπαμε δεν πειράζει, αξίζει ένα δροσιστικό μπάνιο και να καθυστερήσουμε άλλη μια μέρα στην Τουρκία και σταματήσαμε στο πρώτο κάμπινγκ. Οι τρεις μέρες που περάσαμε στο κάμπινγκ ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Διαπιστώσαμε ότι μπορούσαμε να συζητάμε για τα πάντα ( για τους Κούρδους, την εκμετάλλευση, την μετανάστευση, την αστυνομία, τους δρόμους, την Κύπρο, τον Κεμάλ Ατατούρκ, με ίδιες πάνω κάτω απόψεις) μόνο στα Ίμια κόλλαγε η κουβέντα. Βέβαια είναι η αλήθεια ότι Γκρίζο Λύκο δεν συναντήσαμε, ούτε στα βουνά ούτε στη θάλασσα. Μια κοινή διαπίστωση όλης της παρέας ήταν ότι αυτοί οι Τούρκοι που γνωρίσαμε, δημόσιοι υπάλληλοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, αγρότες, μας φοβούνται λιγάκι εμάς τους Έλληνες (ξαναδιαβάζοντας τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη το ίδιο βράδυ μπορούσα άνετα να καταλάβω το γιατί). Το καλοκαίρι εκείνο ήταν πολύ δημοφιλές ένα νεανικό συγκρότημα που οι βασικές του επιτυχίες ήταν ελληνικά τραγούδια με τους στίχους μεταφρασμένους στα τούρκικα. Η συναυλία μου μπροστά σε όλο το κάμπινγκ και εμένα να τραγουδάω το “Πέντε χρόνια δικασμένος μέσα στο Γκεντί Κουλέ”, με τους τούρκικους στίχους να ακολουθούν τους ελληνικούς σε κάθε στροφή, το ίδιο και σε μερικά τραγούδια του Μάνου Λοίζου ήταν το φυσικό επακόλουθο. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τι έγινε με το "Γκελ γκελ καιξή" που το ρεφρέν του επαναλαμβανόταν από όλη την νεολαία του κάμπινγκ σε άπταιστα ελληνοτουρκικά.

Αφήσαμε το κάμπινγκ με πολύ δυσκολία, η Συρία δεν ήταν πια αυτοσκοπός. Αλλά αυτό που έγινε σε ένα βενζινάδικο λίγο πριν τα σύνορα με την Συρία με τσάκισε. Καθόμαστε για ένα καφέ. Στο διπλανό τραπέζι κάθετε μια παρέα αγροτών με τα ρούχα της δουλειάς και με τα αγροτικά μηχανήματα και τα τρακτέρ παρκαρισμένα δίπλα. Ξαφνικά μας πλησιάζει ένας μεσόκοπος με ευγενική φυσιογνωμία. Μας ρωτάει με σπασμένα αγγλικά από που είμαστε. Όλο χαμόγελα, αλλά δεν καταλαβαίνει αμέσως. Έλληνες είστε, από την Ελλάδα έρχεστε; Τι ήταν να το καταλάβει, τα μάτια του αρχίζουν να τρέχουν, τρέμει από συγκίνηση. Πρώτη μου φορά γνωρίζω Ελληνες μας λέει, μας σφίγγει τα χέρια. Τα μάτια του συνεχίζουν να τρέχουν. Φεύγετε; Θα ξανάρθετε; Όταν ξαναπεράσετε από την Τουρκία θα περάσετε για ένα καφέ να τα πούμε; Ορίστε η διεύθυνση και τα τηλέφωνα μου.
Την Συρία την προσπερνάω λέγοντας μόνο ότι χάρισα το “Συμπόσιο” σε έναν μεγάλο θαυμαστή του “Αφλατούν” και της Ελλάδας στο Χαλέπι, για να έρθω γρήγορα στον γυρισμό μας και την συνάντηση μας με τον Ισμαήλ. Δεν έχω νιώσει ποιο ευπρόσδεκτος πουθενά στα ταξίδια μου. Μας άνοιξε το φτωχικό του σπίτι και την υπέροχη καρδία του. Μας πήγε για φαγητό στο καλύτερο εστιατόριο του χωριού του (τα δέρματα από τα σφαγμένα αρνιά κρεμόντουσαν στην είσοδο, αλλά αυτό ήταν το καλύτερο). Μας πήγε για καφέ στον Σιδηροδρομικό σταθμό που διέθετε το πιο in καφεζαχαροπλαστείο στην πόλη, μας πήγε στο τζαμί του, και φυσικά στο τοπικό τουριστικό αξιοθέατο που ήταν ένα καλοδιατηρημένο κάστρο. Η βραδιά συνεχίστηκε με βεγγέρα στο σπίτι του καλύτερου φίλου του που ήταν αρκετά πιο εύπορος, με κλειστές αυλές, μεγάλα μπαλκόνια θυροτηλέφωνα, που του κάναμε έκπληξη με την ξαφνική επίσκεψη. Παρόλο που οι άνθρωποι είχαν ξαπλώσει, σηκώθηκαν, ανασκουμπώθηκαν, ψήσανε καφέ και πιάσαμε αυτά που μας ενώνουν. Και ποια είναι αυτά; Μα οι άπειρες κοινές μας λέξεις. Όλα ξεκίνησαν από μια λέξη που είπα εγώ μιλώντας ελληνικά στους φίλου μου. Ε δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έγινε όταν επιστράτευσα όλο το λεξιλόγιο που ήξερα ή φανταζόμουν ότι είχε τούρκικη καταγωγή. Τα γέλια ήταν απίστευτα και αυτό κράτησε για ώρα. Φτιάχναμε φράσεις ολόκληρες προσπαθώντας να μιλήσουμε μια κοινή ελληνοτουρκική γλώσσα. Όμως η βραδιά τελείωσε και την άλλη μέρα έπρεπε να φύγουμε, ο Ισμαήλ μας έβγαλε μέχρι την Εθνική οδό με την σαραβαλιασμένη βέσπα του. Για μένα είναι ένας άγιος άνθρωπος. Ξέρω ότι μας αγάπησε όχι γιατί είμαστε κάτι διαφορετικό, αλλά απλά και μόνο όπως πρέπει να αγαπάμε τους ανθρώπους και όλες τις ζωές απάνω στον πλανήτη. Κλάψαμε και οι δύο στη τελευταία μας αγκαλία. Ξέρω ότι τον πίκρανα κάποιες στιγμές στις συζητήσεις μας. Τι έφταιγε ο Ισμαήλ για τα Ήμια, τι έφταιγε για τους αγνοούμενους στην Κύπρο, για τους Κούρδους, για τους Αρμένιους, για τους Πόντιους, για το τόσο αίμα; Τι φταίει ο Ισμαήλ για τη θέση της γυναίκας στο Ισλάμ;
Νάσαι καλά φίλε μου Ισμαήλ. Εύχομαι να είσαι γερός να δεις τα εγγόνια σου να μεγαλώνουν σε μια καλύτερη Τουρκία και με μια καλύτερη γειτόνισσα Ελλάδα.

Από αλλού το ξεκίνησα αλλού το πήγα. Πάντως αν και τα βιβλία του Φωτιάδη ίσως αποδείχτηκαν ατυχής επιλογή στο συγκεκριμένο ταξίδι, κατά τα άλλα είναι από τα καλύτερα βιβλία για την επανάσταση του 21. Ένα από τα καλύτερα βιβλία βέβαια είναι και το "Συμπόσιο" του Πλάτωνα, σε μετάφραση και σχόλια του Δημήτρη Γλυνού.

O BIBLIOFAGOS 01/06/06