Επίκουρου Βίος

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΣΤΡΑΤΗΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΤΩΝ ΔΗΜΩΝ ΓΑΡΓΗΤΤΙΟΣ ΓΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΤΩΝ ΦΙΛΑΪΔΩΝ ΩΣ ΦΗΣΙ ΜΗΤΡΟΔΩΡΟΣ ΕΝ ΤΩ ΠΕΡΙ ΕΥΓΕΝΕΙΑΣ ΤΟΥΤΟΝ ΦΑΣΙΝ ΑΛΛΟΙ ΤΕ ΚΑΙ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ ΕΝ ΤΗ ΣΩΤΙΩΝΟΣ ΕΠΙΤΟΜΗ ΚΛΗΡΟΥΧΗΣΑΝΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΤΗΝ ΣΑΜΟΝ ΕΚΕΙΘΙ ΤΡΑΦΗΝΑΙ ΟΚΤΩΚΑΑΙΔΕΚΕΤΗ Δ ΕΛΘΕΙΝ ΕΙΣ ΑΘΗΝΑΣ ΞΕΝΟΚΡΑΤΟΥΣ ΜΕΝ ΕΝ ΑΚΑΔΗΜΕΙΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ ΔΕΝ ΧΑΛΚΙΔΙ ΔΙΑΤΡΙΒΟΝΤΟΣ» (Διογέ­νης Λαέρτιος, αρχή του Δέκατου βιβλίου, δείγμα της βιογραφίας του Επίκουρου. Οι παραπομπές του κεφαλαίου, όσο δε σημειώνεται άλλο, αναφέρονται σ’ αυτό το βιβλίο)

Ο Επίκουρος γεννήθηκε, όπως σημειώνει ο Λαέρτιος παίρ­νοντας την πληροφορία από τα Χρονικά του Απολλόδωρου, «ΚΑΤΑ ΤΟ ΤΡΙΤΟΝ ΕΤΟΣ ΤΗΣ ΕΝΑΤΗΣ ΚΑΙ ΕΚΑΤΟΣΤΗΣ ΟΛΥΜΠΙΑΔΟΣ ΕΠΙ ΣΩΣΙΓΕΝΟΥΣ ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΜΗΝΟΣ ΓΑΜΗΛΙΩΝΟΣ ΕΒΔΟΜΗ» (14). Τα γενέθλια του τα γιόρταζαν στο πρώτο δεκαήμερο εκείνου του μήνα, «ΤΗ ΠΡΟΤΕΡΑ ΔΕΚΑΤΗ ΤΟΥ ΓΑΜΗΛΙΩΝΟΣ», όπως μαθαίνουμε με ακρίβεια από τη διαθήκη του (18). Επειδή ο Γαμήλιων είναι ο έβδομος μήνας του αττικού χρόνου, η γέννηση του Επίκουρου πέφτει στην αρχή του 341 ή στις τελευταίες μέρες του προηγουμένου χρόνου.
Ήταν γνήσιος Αθηναίος, από πατέρα και μάνα, και βαστούσε από παμπάλαιη αρχοντική οικογένεια, από το γένος των Φιλαϊδών, που οι αρχές του χάνονταν, όπως γίνεται με τα’ αρι­στοκρατικά γένη, στο σούρουπο του μύθου. Ισχυροί γαιοχτήμονες οι Φιλαΐδες πρωτοστάτησαν στους κοινωνικούς αγώνες τον 6ου αιώνα. Ό Πεισίστρατος ο ίδιος ήταν Φιλαΐδης, όπως κι οι αντίπαλοι του Ιπποκλείδης, ο παλαιός Μιλτιάδης κι ο α­δελφός του Κίμων. Μην υποφέροντας την τυραννίδα του Πει­σίστρατου, σαν ισότιμος ευπατρίδης, ο πρώτος Μιλτιάδης άφησε την πατρίδα του κι εγκαταστάθηκε στη Θρακική Χερσόνησο, οδηγημένος από τρανό χρησμό (Ηρόδ., VI, 35 κκ.). Ανιψιός του και γιος του Κίμωνα ήταν ο δεύτερος Μιλτιάδης, ο ένδοξος νικητής του Μαραθώνα. Για το γένος του Επίκουρου έγραψε ιδιαίτερο βιβλίο ο στενότερος μαθητής του Μητρόδωρος, που ξέ­ρουμε μονάχα τον τίτλο του «Περί ευγενείας» (πρβ. τήν περικοπή τοΰ Λαέρτιου στην αρχή τοϋ κεφαλαίου).

Κλάδος ή κλάδοι της γενιάς του είχαν ξεπέσει στην τάξη των απορότερων πολιτών, ώστε ο πατέρας του πήρε μέρος στην κληρουχία πού οι Αθηναίοι έστειλαν στη Σάμο το 352/1. Ήταν πάλι θολές στιγμές για την Αθήνα. Η δεύτερη συμμαχία πή­γαινε να διαλυθεί από τις οικονομικές αντιθέσεις των συμμά­χων, από την πίεση του δυνάστη της Καρίας Μαυσώλου (377 -353) κι από την επικίνδυνα αυξανόμενη δύναμη του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου. Ο Συμμαχικός πόλεμος έγινε το 357 - 355. Οι Αθηναίοι, για ν’αμυνθούν, ξαναγύρισαν στο σύ­στημα των κληρουχιών, που έκανε την εξουσία τους τόσο μιση­τή τον καιρό της πρώτης συμμαχίας. Σε τρεις δόσεις έστειλαν φτωχόκοσμο στη Σάμο (365, 361, 352) με το διπλό σκοπό, να τον έχουν στήριγμα της εξουσίας τους και να ξαλαφρωθούν από τη φροντίδα για τη συντήρησή του κι από τις επικίνδυνες αξιώσεις του. Στη Σάμο γεννήθηκε ο Επίκουρος και τα τρία μικρότερα καθώς φαίνεται αδέλφια του.

Η οικογένειά του, ο πατέρας Νεοκλής, η μάνα του Χαιρεστράτη, ο Επίκουρος και τα τρία αδέλφια του, Νεοκλής, Χαιρέδημος κι Αριστόβουλος, έζησαν εκεί φτωχικά. Ο πατέρας του πουλούσε τα λίγα γράμματα που ήξερε, έκανε δηλαδή το δάσκαλο σε μικρά παιδιά, η μάνα του γυρολογούσε τα φτωχόσπιτα και διάβαζε καθαρμούς (ξόρκια). Ο Επίκουρος, μικρό παιδί, πήγαινε με τη μάνα του, και σα μεγάλωσε κάπως βοηθούσε τον πατέρα του. Αυτά έδωσαν λαβή στους καλοθελητές να τον διασύρουν. Πήγαινε με τη μάνα του, είπαν, στα σπιτάκια και διάβαζε ξόρκια και με τον πατέρα του δίδασκε γράμματα για ελεεινό μισθάριο (…) Αν, εννοείται, η παράδοση είναι σωστή κι όλ’ αυτά δεν είναι φτιαστά για να κά­νουν αντίθεση στο υψηλό φρόνημα και τις κατοπινές δοξασίες του σοφού. "Όταν όμως η διδασκαλία του σκόρπισε το απολυτρωτικό χάδι στις πληγωμένες ψυχές, έδωσαν συμβολικό νόημα στη συνωνυμία του πατέρα του με τον πατέρα του μεγάλου πολιτικοϋ Θεμιστοκλή. Από Νεοκλήδες γεννημένοι κι οι δυό, ο ένας μας έσωσε από τη σκλαβιά, ο άλλος από τη χαζομάρα, λέ­γει ένα δίστιχο, πού θέλουν να είναι του δραματικού Μέναν­δρου, του συνηλικιώτη και συνέφηβου του : «ΩΝ Ο ΜΕΝ ΥΜΩΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΔΟΥΛΟΣΥΝΑΣ ΡΥΣΑΘ’ Ο Δ’ ΑΦΡΟΣΥΝΑΣ» (Meineke, Me-nandri et Philemonis reliquiae, p. 299).
Οι γονείς του έφεραν μαζί τους πονεμένο κι άγριο δημοκρατισμό, τον φύλαξαν με φανατι­σμό και τον μετάδωκαν στα παιδιά τους. Αντίθετα στον ευπα­τρίδη Πλάτωνα, που νέος γνώρισε το μεγαλείο της δημοκρα­τίας, όλη του τη ζωή όμως την πέρασε με νοσταλγικές παραι­σθήσεις ενός κόσμου αρμονισμένου με την παράδοση και τις α­ξιώσεις του σπιτιού του, ο Επίκουρος έρχεται από το λαό, με ακέραιη δημοκρατική συνείδηση, κι οι αποφασιστικές εντυπώσεις του είναι από το μεσουράνημα της στρατοκρατικής αυθαιρεσίας. Γεννιέται και μεγαλώνει μέσα στα χαλάσματα που σώριασε το αριστοκρατικό όργιο, με κομμένα τα φτερά της φαντασίας, μ’ ευ­αισθησία όμως και διορατικότητα, που του έδωσαν τη δυνατότητα να ιδεί πλευρές της ζωής όσες δεν μπορούσαν να τις ιδούν οι φημισμένοι σοφοί του παλαιότερου καιρού κι ακόμα λιγότερο ο μεγαλοφάνταστος Πλάτων.
Διαβοήθηκε η ελαττωματική μόρφωση του και πέρασε σαν κάτι κοντά στο νου για τους νεότερους με την απομάκρυνση του στην παράμερη κληρουχία. Είναι όμως βέβαιο πως βάθυνε όσο λίγοι στον πνευματικό θησαυρό του λαού του με θέρμη και πό­νο, μα και με την κριτική διάθεση, που ξύπνησε νωρίς στην ψυχή του, και με αυστηρό κοσκίνισμα από την εξαιρετική ίδιοσυγκρασία του (…)

Η παράδοση αναφέρει πως νέος άκουσε τον πλατωνικό Πάμφιλο και το δημοκριτικό με σκεπτικές τάσεις Ναυσιφάνη. Η Σάμος βρισκόταν στην περιοχή της ιωνικής παιδείας, κι αυτή ήταν αποφασιστικά δημοκρατική και νατουραλιστική. Τα δυο αυτά στοιχεία ζούσαν αναγέννηση, παροδική χωρίς άλλο, από λόγους πολιτικούς και οικονομικούς. Ο παλιός ιωνικός κόσμος πολέμαγε, με αρχηγούς πάλι τους Αθηναίους και σε δεύτερη συμμαχία μαζί τους, να κάνει μέτωπο στις στρατοκρατίες που πρόβαλλαν απειλητικές από διάφορα σημεία. Μόλις μέστω­σε ο Επίκουρος, την πρώτη θέση στη διανοητική του ζωή την πήρε ο Δημόκριτος. Η μαρτυρία του Έρμιππου, πως στη φι­λοσοφία τον τράβηξαν τα βιβλία του Δημόκριτου, έχει τη ση­μασία της με όποιο πνεύμα κι αν την πάρει κανείς.
Φως στις αντιδράσεις του ρίχνει μιά ξεμοναχιασμένη πληρο­φορία που έφτασε σ’ εμάς με τον τύπο του πολύ συνηθισμένου στους Αλεξανδρινούς χρόνους δοξογραφικού ανέκδοτου. Ο Διο­γένης, αφού μας είπε πώς άρχισε να φιλοσοφεί στα δεκατέσσε­ρα του χρόνια, προσθέτει: «ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΣ Δ Ο ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΟΣ ΕΝ ΤΩ ΠΡΩΤΩ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΒΙΟΥ ΦΗΣΙΝ ΕΛΘΕΙΝ ΑΥΤΟΝ ΕΠΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΝ ΚΑΤΑΓΝΟΤΑ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΩΝ ΕΠΕΙΔΗ ΜΗ ΕΔΥΝΗΘΗΣΑΝ ΕΡΜΗΝΕΥΣΑΙ ΑΥΤΩ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡ ΗΣΙΟΔΩ ΧΑΟΥΣ» (2).
Η είδηση μας έρχεται από τον Απολλόδωρο τον Επικού­ρειο, τον περίφημο Κηποτύραννο (2ο μισό του 2ου αιώνα πx), τον πολυγραφότατο, που έγραψε αξιοπρόσεχτη βιογραφία του δάσκαλου. «ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΡ ΗΣΙΟΔΩ ΧΑΟΥΣ» είναι η κοσμο­γονία του Ασκραίου, που διαβαζόταν μ’ ευλάβεια στα σχολεία. (…) Τέτοιες κοσμοερμηνείες, που πήγαιναν, να ζωντανέ­ψουν με τον ξεπεσμό του ελληνισμού, ήταν η αντιπάθεια της ιωνικής φυσικής και του Επίκουρου, που μεγάλωσε μέσα στην παράδοση της κι από μικρός ακόνισε μ' αυτή το αισθητήριο του. Ακούοντας ο μικρός Επίκουρος πώς όλα έγιναν από το χάος ρώτησε πώς έγινε το χάος και τι ήταν πριν από το χάος. Ερώ­τηση υποχρεωτική για κάθε κάπως ξύπνιο μυαλό κι επικίνδυνη για κάθε μυθική κοσμογονία.

Στα δεκαεφτά του χρόνια ήρθε στην Αθήνα για να κάνει την εφηβεία του, τη στρατιωτική θητεία του, όπως θα λέγαμε σήμερα (324 - 2). Ο θεσμός της εφηβείας, καμάρι της Αθήνας στα καλά χρόνια, χαλάρωσε με την αλλαγή στη σύνθεση της πολιτείας ύστερα από τον Πελοποννη­σιακό πόλεμο. Η πλουτοκρατική Αθήνα ξέφευγε τη στρατιω­τική αγωγή στην ειρήνη και την υπηρεσία στον πόλεμο, αφού με το χρήμα έβρισκε κείνους που θα σκοτώνονταν γι’ αυτή. Οι δημοκράτες ζητούσαν την αναστήλωση του θεσμού. Ο Δημοσθέ­νης μπαίνοντας στην πολιτική διαμαρτυρήθηκε για την κατά­σταση και ζήτησε στρατό από πολίτες. Ύστερα από τη Χαι­ρώνεια πήραν για μιαν από τις αιτίες της καταστροφής την πα­ραμέληση του θεσμού κι αγωνίστηκαν να τον ξαναφέρουν στη ζωή. Οι νέου τύπου Αθηναίοι είδαν με συγκίνηση νέο επίσης τύπο εφηβείας, τα’ αγόρια της Αθήνας να παρελαύνουν στο θέατρο ντυμένα χλαμύδα, με το πλατύγυρο καπέλο στο κεφάλι, το δόρυ στον ώμο και τη στρογγυλή ασπίδα στο μπράτσο. Ο νόμος ψηφίστηκε γύρω στο 335, στα χρόνια που την πόλη την κυβερνούσε ο ρήτορας Λυκούργος κι ήταν έμπνευση του ίδιου και του Δημοσθένη. Οι εξωτερικοί τύποι πήραν την εντέλεια. Η πολιτεία διάλεγε τους σωφρονιστές, τους κοσμήτορες και τους στρατηγούς. Έκανε τέτοια εντύπωση στους ανθρώπους της επο­χής, που ο Αριστοτέλης στην Αθηναίων Πολιτεία περιγράφει το θεσμό μ’ όλες τις λεπτομέρειες. Μα του έλειπε η πνοή και μαράζωσε κάτω από τη μακεδονική πίεση. Όσο όμως λειτούρ­γησε, η πονεμένη κι αισθηματική νεολαία της Αθήνας, το πολύ­τιμο αυτό φυτό που εξακολουθούσε να βλασταίνει στον κόσμο, συναντιότανε, γνωριζότανε, ανακάλυπτε τους ομοίους και τον εαυτό της. Εκεί γνωρίστηκε ο Επίκουρος με τον συνηλικιώτη και συνέφηβό του Μένανδρο, τον έξοχο κατόπι δραματικό, με τη συγγενική ψυχή, κι οι δυο νέοι δέθηκαν σε «ισχυρότατη φι­λία και κοινωνία», που βάσταξε σ’ όλη τους τη ζωή (Στράβων XIV 638,18). Όσο κι αν ο Μένανδρος δεν κράτησε ολόισα τη δημοκρατική γραμμή με τις υποχωρήσεις στο Δημήτριο Φαληρέα. Η χρονιά της εφηβείας, το 322, ήταν από τις πιο τα­ραγμένες. Ο θάνατος τοϋ Αλέξανδρου γέννησε μεγάλες ελπίδες στο δημοκρατικό κόσμο. Η πιεσμένη αντιμακεδονική ορμή ξέσπασε σαν μπόρα. Ο Δημοσθένης γύρισε θριαμβευτικά από την εξορία. Τα μάτια ήταν γυρισμένα στο νεαρό Λεωσθένη, τον αρχηγό των μισθοφόρων, που ενισχυμένος από ορισμένους κύκλους είχε ετοιμάσει μυστικά δύναμη αξιόλογη στο Ταίναρο, την αγορά των μισθοφόρων. Ο πόλεμος που τον λέμε Λαμιακό ήταν πόλεμος ελληνικός, κι έτσι τον είπαν οί άνθρωποι της εποχής, όπως βεβαιώνεται από τις επιγραφές. Οι επιτυχίες της αρχής στη στεριά και στη θάλασσα ξεσήκωσαν συναγερμό. Πό­θοι κι όνειρα άναψαν στην ψυχή του εφήβου. Το παλιό μεγα­λείο φτερούγισε εμπρός του. Η Αθήνα ελεύθερη, Μακεδόνες και συνοδοιπόροι κι οι σάρισσες πεταμένες πέρα στη σκυθική ε­ρημιά, όπως ήταν η χώρα τους τον καιρό που χτίζονταν οι Παρθενώνες. Με άνεση κίνησε τα μέλη της η νεολαία. Ήλιος, αγέρας, ζωικός χυμός, φτερωτές ελπίδες, δράση και δημιουρ­γία, είναι πάλι ακέραια δικά της.

Σκληρό ξύπνημα, πικρό φαρμάκι στις ψυχές και σ’ όλη τη γύρω φύση. Ο ήρωας της μέρας Λεωσθένης σκοτώνεται μπρος στη Λαμία. Οι Αθηναίοι τον θάβουν με τιμές κι ο Υπερείδης λέγει τον επιτάφιο. Δυνάμεις μακεδονικές φτάνουν από την Ασία. Ο αθηναϊκός στόλος παθαίνει δεύτερους Αιγός Ποταμούς κοντά στην Αμοργό (καλοκαίρι του 322) και η σύγκρουση στην Κραννώνα είναι το ίδιο καταστρεπτική. Οι υπερασπιστές της ελληνικής ελευθερίας βρίσκουνται σε διάλυση. Ο Αντίπατρος είναι ανελέητος κι οι μακεδονίζοντες της Αθήνας έχουν ελεύθερο το έδαφος γιά να παίξουν το θλιβερό τους ρόλο. Ο υπολογιστικός Φωκίων κι ο ελεεινός Δημάδης, σταλμένοι πρεσβευτές στο μακεδονικό στρατόπεδο, είναι ύποπτοι για συνεργασία κι υπερθεματισμό στις απαιτήσεις. Η παρουσία με μια δεύτερη πρεσβεία του σεβαστού πρεσβύτη, με το αγνό, επιβλητικό ήθος, του Ξενοκράτη του Χαλκηδόνιου, που από το 339 διευθύνει την Πλατωνική Ακαδημία, δεν άλλαξε την κατάστα­ση. Μόνο στο τραπέζι, που τους κάλεσε ο Μακεδόνας, ενώ οι επίσημοι της αντιπροσωπείας γελαστοί και χαχανιστοί έπαιρναν τις θέσεις τους, ο σχολάρχης όρθωσε τα’ ανάστημα του μπρος στον αγέλαστο νικητή και πρόφερε τους στίχους της Οδύσσειας : «Κίρκη, ποιος άνθρωπος με καρδιά μπορεί να βάλει μπουκιά ή γουλιά στο στόμα, προτού γλυτώσει τους συντρόφους του και τους ιδεί ζωντανούς στα μάτια του;»
Οι έξαλλοι ολιγαρχικοί, που γύρισαν από την εξορία, ζητούσαν να χτυπηθεί στη φύτρα του ο δήμος. Πριν απ’ όλα να θρονιαστεί, για την ασφάλεια τους, μακεδονική φρουρά στην πόλη. Δύναμη στρατιωτική με αρχηγό το Μένυλλο, φίλο του Φωκίωνα, «προήλασε» από τους δρόμους της Αθήνας, τη μέρα που γιόρταζαν τα Ελευσίνια, κι εγκαταστάθηκε στη Μουνυχία, το μεσαίο λιμάνι ανάμεσα στον Πειραιά και το Φάληρο. Η γιορτή ταράχτηκε, οι πατριώτες σκόρπισαν. Η ολιγαρχία όμως ήταν εκεί, με τα παιδιά και τις γυναίκες της, τους χαιρετούσαν, και τους «επεφύλαξαν ενθουσιώδη και αποθεωτικήν υποδοχήν», όπως λένε σήμερα στη γλώσσα της δημοσιογραφίας (Πλούτ., Φωκίων 28).
Πένθιμη έμεινε στην Αρχαιότητα η εντύπωση από το πά­θημα της ευγενικότερης απ’ όλες τις πόλεις κι απήχηση της μας έσωσε ο Πλούταρχος, αντιγράφοντας χωρίς άλλο από δη­μοκρατικό και με υψηλό φρόνημα συγγραφέα, στο βίο του Φω­κίωνα. Η προσταγή σήμαινε περισσότερο καταφρόνια κι επί­δειξη αχαλίνωτης δύναμης παρά μέτρο γι’ ασφάλεια. Κι η στι­γμή έκανε να φανεί τραγικότερη η συμφορά. Γιατί η φρουρά μπήκε στις είκοσι του Βοηδρομιώνα, γιορτή των Μυστηρίων, τη μέρα που πηγαίνουν τον Ίακχο από την πόλη στην Ελευσίνα. Η τελετή χάλασε κι ο λαός αναλογίστηκε πώς γιόρταζαν παλαιότερα και πώς είχε καταντήσει εκείνη τη μέρα. Άλλοτε, τον καιρό της μεγάλης ευτυχίας, οι μυστικές οπτασίες και φωνές έρχονταν για να ταράξουν και να θαμπώσουν τους εχθρούς, τώρα στην ίδια τη γιορτή οι θεοί βλέπουν τα μεγαλύτερα παθήματα να χτυπούν την Ελλάδα και η αγιότατη κι ωραιότατη μέρα να γίνεται ταυτόσημη με τα μεγαλύτερα δεινά (…) (Πλούτ., Φωκίων 28).
Τα παρακάτω τα συγύρισαν οι γκεσταπίτες, που τότε τους έλεγαν φυγαδοθήρες. Αρχηγός τους ένας ρήτορας - ηθοποιός, ο Αρχίας από τους Θούριους της Ιταλίας. Ο Δημάδης προτείνει κι ο τρομαγμένος όχλος καταδικάζει σε θάνατο τους δημοκρατικούς αρχηγούς (…) (Πλούτ., Δημοσθένης 28).

Τον Υπερείδη, τον Αριστόνικο το Μαραθώνιο και τον Ιμεραίο, αδελφό του κατόπιν πράχτορα των Μακεδόνων Δημήτριου του Φαληρέα, που είχαν κα­ταφύγει στο Αιάκειο της Αίγινας, ο Αρχίας τους άρπαξε με τη βία και τους έστειλε στον Αντίπατρο κι εκείνος διάταξε την εχτέλεσή τους. Λένε μάλιστα πως έκοψαν τη γλώσσα του Υπερεί­δη (…)(στο ίδιο). Και πάνω εκεί στο ναό του Ποσειδώνα, στην Καλαυρία (στο ύψωμα πάνω από τον Πόρο), παίχτηκε το δράμα του Δη­μοσθένη. Ο μεγάλος ηγέτης του δήμου, ο ήρωας των αγώνων για τη δημοκρατία και την ελληνικότητα, ήπιε το φαρμάκι που το έφερνε πάντα μαζί του για να ξεφύγει απ' τα χέρια του φυγαδοθήρα (Νοέμβρης 322).
Τα πολιτικά δικαιώματα περιορίστηκαν σε όσους είχαν πε­ριουσία πάνω από 2.000 δραχμές. Αυτοί ανέβαιναν σε 9.000. Ένας αριθμός από 12.000 έπαυσαν να παίρνουν μέρος στην πολιτική ζωή. Έγιναν μάλιστα διαβούλια των αθηναίων ολι­γαρχικών και του Αντίπατρου, τον όχλο, δημοκρατικό κι αντι-μακεδονικό στην πλειονότητα, να τον βάλουν στα καράβια και να τον πετάξουν πέρα από το Βόσπορο, για να λείψει η ρά­τσα που γέννησε Θουκυδίδη κι Ευριπίδη κι εξακολουθούσε ακό­μα να γεννά Επίκουρο και Μένανδρο. Καταργήθηκε η εκλογή των αρχόντων με τον κλήρο, ικανοποιήθηκε η λύσσα των ολιγαρχικών, που είδαμε να βράζει στην «Αθηναίων πολιτεία» του Ψευτοξενοφώντα, και πραγματοποιήθηκε τ’ όνειρο του Σωκράτη. Κι αυτό το διαλαλούσαν Αντίπατρος κι ολιγαρχικοί για «πάτριον πολιτείαν», «την από τιμημάτων», δηλαδή, παλιό και γνήσιο πολίτευμα της Αθήνας, που το χάλασαν ο όχλος κι οι αγύρτες οδηγοί του. Ολιγαρχική κυβέρνηση θρονιάστηκε στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις κι άρχισε τρομοκρατία και κυνήγι των δημοκρατικών. Όμως κι ανάμεσα στους 9.000 δεν έπαυσε να σιγοβράζει η δημοκρατική κι αντιμακεδονική ζύμη.
Άνταριασμένοι, σιωπηλοί, με το κακό πού πήγαινε να σπάσει τα στήθια τους, σύρθηκαν οι νέοι της Αθήνας. Οι εφηβικές παρέες του Επίκουρου και του Μένανδρου είχαν όψη από αγάλματα του Σκόπα. Στον Επίκουρο οι τραγικές μέρες άφησαν βαθύτατη κι αποφασιστική εντύπωση, που είχε τη μεγάλη της βα­ρύτητα για τη διαμόρφωση του νοητικού του κόσμου και του χαραχτήρα του.
Ο Επίκουρος δεν είχε πια στέγη ούτε στη Σάμο. Ο Περδίκκας, τρανός αφέντης υστέρα από το θάνατο του Αλέξανδρου, αφαίρεσε το νησί από τους Αθηναίους, ξε­ρίζωσε τους κληρούχους και τους έστειλε στην Αθήνα, όπως άλλοτε ο Λύσανδρος, για να φουσκώσουν το πλήθος του προλεταριακού όχλου. Οι κατατρεγμένοι σκόρπισαν σε διάφορα μέρη. Η οικογένεια του Επίκουρου βρέθηκε στην Κολοφώνα, στην αντικρινή από τη Σάμο μικρασιατική παραλία, όπου πήγε να την ανταμώσει ο ίδιος, αφού δεν είχε πια ούτε εφηβεία ούτε ελεύθερη πατρίδα.
Σημαντικό διάστημα, ως τα 32 χρόνια του, έμεινε, όπως παραδίδουν οι φτωχικές πηγές μας, στην Ιωνία, στην Κολοφώνα, στη Λάμψακο και στη Μυτιλήνη — αναφέρουν και την Τέω — συμπληρώνοντας χωρίς άλλο τη μόρφωση του και κάνοντας τα πρώτα βήματα της δασκαλικής.
Στη Λάμψακο ιδιαίτερα έκανε γνωριμίες και φιλίες, που τον ακολούθησαν σ’ όλη τη ζωή. Παρά τους ταραγμένους καιρούς, πολλές από τις αιγαιοπελαγίτισσες πολιτείες είχαν προκόψει σε πλούτο και πληθυσμό, όπως βορειότερα το Βυζάντιο, πού τα’ ακολουθούσε η Λάμψακος. Πλατιά στρώματα σ' αυτές τις περιοχές φύλαξαν την παλιά παιδεία, τη δημοκρατική και ορθολογική. Η αντίθεση στην Αθηναϊκή η­γεμονία του 5ου αιώνα είχε μαλακώσει ύστερα μάλιστα από τη βάναυση μεταχείριση της Σπάρτης και μπρος στην καινούργια απειλή, την περσική, τη μαυσωλική και τη μακεδονική. Η παλιά φιλολακωνική αρρώστια είχε σβήσει από καιρό κι ολόγυρα στο Αιγαίο απλωνόταν μια καινούργια, δειλή κάπως και συγκρα­τημένη, συνεννόηση κι ένας κοινός αττικοϊωνικός πολιτισμός με πυρήνα πάλι την Αθήνα.
Σ' αυτές τις πηγές ποτίστηκε ο νέος Επίκουρος και μόρ­φωσε ψυχικά κέντρα ικανά ν’ αντιδράσουν αποφασιστικά στις νοητικές τάσεις, που μέσα στ' ατυχήματα θόλωναν την ξαστε­ριά του αττικού ουρανού. Οι περιφέρειες αυτές δίνουν μαθητές στις φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας, καθώς και λόγιους, χαρακτηριστικό για τον 4ον αιώνα, που τρέφεται ακόμα από δυνά­μεις ελληνικές. Μόλις στο τέλος του αιώνα, ύστερα από τη μα­κεδονική εξάπλωση, προβάλλουν πλήθος οι ξένοι κι αλλόφυλοι, που χορταρομάνησαν αργότερα την ελληνική παιδεία. Οι εξοχότεροι από τους μαθητές του Επίκουρου, ο Μητρόδωρος, ο Πολύαινος, ο Κωλώτης, ήταν Λαμψακηνοί. (…)
Ενώ η επιλεχτική φύση του τον έκανε λίγο αποδημητικό παρέξω από την αρμονία της Αθήνας (…), επισκέφτηκε αρκετές φορές τη Λάμψακο και είχε πυκνή αλληλογραφία με τους «εν Λαμψάκω φίλους». Η πόλη, στην ασιατική παραλία του Ελλήσποντου, είχε το εμπόριο και την πνευματική της ζωή. Σήμερα η Λάμψακος είναι μικρή, φτωχή και πολύ άσκημη τουρκόπολη, πού πνίγει την ψυχή σου.
Μεστωμένος πια, μέ πίστη στον εαυτό του, ίδρυσε σχολή πρώτα στη Μυτιλήνη, γύρω στα 30 του χρό­νια, το 310, που ύστερα την πήγε στη Λάμψακο. Στις δυο πό­λεις έκανε πέντε χρόνια. Σ’ αυτό το διάστημα η Αθήνα του ήταν σαν απαγορευμένη, γιατί βραχνάς καθόταν πάνω της η αυταρχική κυβέρνηση του αντιπαθητικού Δημήτριου του Φαληρέα. Μα το 307 το Φαληρέα τον ανάτρεψε ο Δημήτριος Πολιορκη­τής με δημοκρατικά συνθήματα (…). Η πατρίδα του ήταν ελεύθερη και μπορούσε να δεχτεί παιδιά της σαν τον Επίκουρο.
Αμέσως κατέβηκε στην Αθήνα και ίδρυσε, το 306, σχολή, που πήρε το δικό του όνομα. Μέσα σ’ αυτήν πέρασε όλη του τη ζωή, φιλαθήναιος, όπως οι εκλεχτότερες φύσεις της εποχής. (…)
Από την πρώτη στιγμή, προτού ακόμη ιδρύσει τη Σχολή, ο Επίκουρος βρέθηκε αντιμέτωπος στα ιδεαλιστικά συστήματα κι η διανόηση του μορφώθηκε σε φλογερή πάλη ιδιαίτερα με τη διδασκαλία της Περιπατητικής Σχολής, όπως το εξακρίβω­σε η νεότερη έρευνα.
Η Σχολή του δεν άργησε να φτάσει σε πραγματική ακμή, επειδή ανταποκρινόταν σε ανάγκη της εποχής. Ο προοδευτικός κόσμος μέσα κι ολόγυρα στο Αιγαίο, που πάλευε με τη στρατοκρατία και την οικονομική πίεση ξένων και βάρβαρων για να σώσει τον τύπο του βιοπορισμού του και την ιωνική αγωγή, αφουγκράστηκε με ανακούφιση το κήρυγμα που διαφέν­τευε κι ολοκλήρωνε ό,τι γενεές το είχαν καμάρι. Ο Κήπος, όπως ονομάστηκε η Σχολή, ήταν όαση μέσα στην ερημιά, που γινόταν όλο πιο αποκαρδιωτική, κι ακόμα μετερίζι γι’ άμυνα κι επίθεση στις βάρβαρες επιδρομές, που τέλος έκαναν αγνώριστη την Ελλάδα. Μέσα εκεί μαζεύονταν οι πληγωμένοι και πονεμέ­νοι κι έβρισκαν ό,τι δεν τους έδινε πια η πολιτεία, το ανεξάρ­τητο δημοκρατικό πνεύμα, την πίστη στον άνθρωπο, την άνετη συναναστροφή, το υψηλό φρόνημα και την καλλιεργημένη σκέ­ψη, τή λατρευτή στην Αρχαιότητα φιλία με την αρτιότερη της μορφή. Ο Κήπος έγινε σωστή κοινότητα, που τα μέλη της ζούσαν, όπως είχαν ποθήσει οι ευγενικότερες φύσεις, χωρίς να το πετύχουν ακόμη και στα καλύτερα χρόνια της δημοκρατίας. Με την ευκολία που του έδιναν οι εισπράξεις ο δάσκαλος αγόρασε μέσα στην πόλη και κοντά στο Δίπυλο άνετο χτήμα, έχτισε διδαχτήριο και κατοικίες για τους μαθητές και τους εταίρους της Σχολής κι ο διαλεχτός εκείνος κόσμος, σχολάρχης και συμφιλοσοφούντες, έζησαν όπως μια ομονοημένη οικογένεια.
Ο Επίκουρος έμεινε άγαμος, μά είχε ευαίσθητη ψυχή γιά τη γυναικεία χάρη, όπως κι οι σύντροφοι του. Στον Κήπο άνθισε άνθισε ο έρωτας μονάχα στη γυναίκα. Ό ερωτάς στ' αγόρι εί­ναι, όπως το ξέρουμε, έξη κι έθιμο αριστοκρατικό. Του δημο­κράτη Αρχίλοχου ο στίχος τραγουδάει τη γυναίκα, του αριστο­κράτη Αλκαίου τα’ αγόρι, άλλο τόσο του υψιπέτη Πίνδαρου και του χαμόσυρτου Θέογνι. Στον Κήπο πέφτουν τα σύνορα α­νάμεσα στη νόμιμη γυναίκα και την εταίρα, όπως κι ανάμεσα σ’ ελεύθερο και σκλάβο. Γυναίκες πού ξεχωρίζουν με την εξυ­πνάδα και τη μόρφωση είναι το στολίδι του Κήπου.
Για τη Θεμίστα, τη γυναίκα του φίλου του Λεοντέα, γράφει: «Είμαι ικανός, αν εσείς δεν έρθετε σ' εμένα, να τρέξω «τρικύλιστος» όπου εσύ κι η Θεμίστα μου ορίσετε». Και την περίφημη για τις γνώσεις και τους τρόπους εταίρα, τη Λεόντιον, την αχώ­ριστη του Κήπου, τη χαιρετά: «Σωτήρα, αφέντισσα, αγαπητό Λεονταράκι, σπάσαμε στα ζήτω και στα παλαμάκια άμα δια­βάσαμε το γραμματάκι σου»(…) Μαζί τους «συμφιλοσοφούν» σαν ίσοι κι οι σκλάβοι. Ενός τ' όνομα μας είναι γνωστό: Μυς, ενδοξότατος μάλιστα, όπως γράφει ο Λαέρτιος (10).
Η ΗΗΗΗΗΗδιδασκαλία βρήκε πολύ γλήγορα απήχηση, που στις πρώτες δεκαετίες του 3ου αιώνα πήγε να περάσει τα όρια της Ελλάδας. Ο Κινέας, ο σύμβουλος του Πύρρου, επικουρίζει. Τα επιχειρήματα του για να τον αποτρέψει από την εκστρατεία στην Ιταλία είναι σωστή μύηση επικουρική (Πλούτ., Πύρρος 14). (…)
Η κοινότητα, ειρηνική εξωτερικά κι αμέτοχη στην παραζάλη της πολιτικής, έζησε με δυνατή αντίδραση ψυχική στις θλιβερότητες και τις ασκήμιες της εποχής. Μέσα στον περίβολο του Κήπου κράτησε την ελληνικότητα, το υψηλό, το δημοκρα­τικό κι ανθρωπιστικό φρόνημα.
Ο ίδιος ο Επίκουρος, λεπτοκαμωμένος, με υγεία που απαιτούσε προσοχή, έφτασε ως τα 71 χρόνια του, γλυκύς, προβλεπτικός, περιποιητικός για τον κόσμο γύρω του (…) Είδε μερικά από τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα, το Μητρόδωρο και τον Πολΰαινο, να πεθαίνουν, τους περιποιήθηκε στην αρρώστια τους, επιμελήθηκε την κηδεία τους, θρήνησε το χαμό τους και φρόντισε γιά τα παιδιά τους, ώστε να λένε πει­ραχτικά πώς όλη του τη ζωή την πέρασε νοσηλεύοντας τους αγαπημένους του και θρηνώντας το θάνατο τους (…) (Πλούτ., Κατά Επικ. ευδαιμ. 22 p. 1103α).
Πέθανε το 370 από σταμάτημα των ούρων και από εντερικά. Ένα σημείωμα, γραμμένο τις στιγμές της αγωνίας στο νεανικό του φίλο 'Ιδομενέα το Λαμψακηνό, λέγει: «Σήμερα που σου γράφω αυτές τις γραμμούλες είναι τα γενέθλια μου και η στερνή μέρα της ζωής μου. Οι πόνοι απ' την παλιά μου αρρώστια, τη στραγγουρία και τη δυσεντερία, πέρασαν κάθε όριο πού μπορούσαν νά φτάσουν. Όμως όλα αυτά τα νικά η αγαλλίαση της ψυχής όσο θυμούμαι τους στοχασμούς πού κάναμε μαζί. Εσύ άξιος της προθυμίας που από παλικαράκι έδειξες σ’ έμενα και στη φιλοσοφία φρόντισε για τα παιδιά του Μητρόδωρου…» (…)(Διογ. Λαερτ., Χ 22, Έπικ. 138). Η διαθήκη του, που με διαθήκες άλλων φιλοσόφων μας την έσωσε ο Λαέρτιος, είναι από τα ευγενικότερα έγγραφα που βγήκαν από χέρι ανθρώπου.

Χαράλαμπος Θεοδωρίδης
(Απόσπασμα από το βιβλίο του «Επίκουρος, η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου» αναδημοσιευμένο από το περιοδικό «Ο Κήπος του Επίκουρου» τόμος Α)

ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ ΒΙΟΣ